Εξωδικαστικός συμβιβασμός για την Purdue Pharma, θα πληρώσει 270 εκατομμύρια δολάρια
Ο υπουργός Δικαιοσύνης της Μεσοδυτικής αμερικανικής Πολιτείας, που όπως και άλλες είδε να εκρήγνυται ο αριθμός των θανάτων από υπερβολική δόση οπιοειδών φαρμάκων και ναρκωτικών τα τελευταία χρόνια, ανακοίνωσε χθες Τρίτη ότι η πληρωμή θα καταβληθεί στο πλαίσιο εξωδικαστικού συμβιβασμού με την Purdue Pharma, παρασκευάστρια του OxyContin, του ισχυρού αναλγητικού στην πρώτη γραμμή μεταξύ των σκευασμάτων που ενοχοποιούνται για την κρίση.
Στο σταυρόνημα των αρχών: οι πρακτικές μάρκετινγκ των φαρμακευτικών βιομηχανιών. Ενθαρρύνοντας τους γιατρούς να συνταγογραφούν, ακόμη και να υπερσυνταγογραφούν, τα εξαρτησιογόνα ισχυρά αναλγητικά, κατηγορούνται πως καταδίκασαν εκατομμύρια Αμερικανούς στην εξάρτηση από τα φάρμακα ή σκληρά ναρκωτικά με παρόμοια επίδραση.
Τα 270 εκατομμύρια δολάρια που θα καταβληθούν θα χρησιμοποιηθούν κατά μεγάλο μέρος για τη χρηματοδότηση του κέντρου έρευνας για τις εξαρτήσεις του δημόσιου πανεπιστημίου της Τάλσα: θα λάβει από την Περντιού 102,5 εκατομμύρια δολάρια άμεσα, επιπλέον 75 εκατομμύρια δολάρια τα επόμενα πέντε χρόνια από την οικογένεια Σάκλερ, καθώς και σκευάσματα αξίας 20 εκατομμυρίων δολαρίων, προορισμένα για τη θεραπεία εξαρτημένων ανθρώπων, εξήγησε ο πολιτειακός υπουργός Μάικ Χάντερ.
Πρόκειται για «μια μνημειώδη νίκη» στη μάχη εναντίον της «εφιαλτικής» κρίσης των οπιοειδών, η οποία μαίνεται στις ΗΠΑ, μολονότι δεν αποτελεί παρά «ένα πρώτο βήμα» για να τερματιστεί, πρόσθεσε ο ίδιος.
Δίκη-ορόσημο στα τέλη Μαΐου
Ωστόσο, ο εξωδικαστικός συμβιβασμός δεν τερματίζει την αγωγή στην οποία προχώρησε το 2017 η Οκλαχόμα εναντίον φαρμακευτικών βιομηχανιών που παρασκευάζουν οπιοειδή — όχι μόνο εναντίον της Περντιού, αλλά και σε βάρος των Johnson&Johnson και Teva.
Οι δύο τελευταίες αναμένεται να προσέλθουν ενώπιον δικαστηρίου της Οκλαχόμας την 28η Μαΐου, όπου θα κληθούν να δώσουν λόγο για τον τρόπο που προωθούσαν τα σκευάσματά τους, παρότι γνώριζαν ποιες συνέπειες είχαν. Αυτή θα είναι η πρώτη μεγάλη δίκη σε βάρος φαρμακευτικών εταιρειών κατά τη διάρκεια της τρέχουσας κρίσης των οπιοειδών, η οποία κηρύχθηκε «κρίση δημόσιας υγείας» από την κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ στα τέλη του 2017.
Οι εταιρείες διαπραγματεύονται επίσης συμβιβασμούς με την Πολιτεία της Οκλαχόμας, κάτι που δεν απέκλεισε τελείως να συμβεί ο Χάντερ.
Πολλοί ακόμη παρόμοιοι εξωδικαστικοί συμβιβασμοί ενδέχεται να ακολουθήσουν σε άλλες δικαιοδοσίες όπου η Περντιού διώκεται με παρόμοιες κατηγορίες: εκκρεμούν τουλάχιστον 1.600 αγωγές σε ομοσπονδιακό επίπεδο, αρμόδιος για τις οποίες έχει οριστεί ένας δικαστής του Κλίβελαντ, κι εκατοντάδες ακόμη σε επίπεδο Πολιτειών, συμπεριλαμβανομένων της Νέας Υόρκης και της Μασαχουσέτης.
Μπροστά σ’ αυτή τη χιονοστιβάδα αγωγών, η διεύθυνση της Purdue δεν έχει κρύψει πως εξετάζει το ενδεχόμενο να κηρύξει πτώχευση.
Πάντως ο Χάντερ επισήμανε χθες Τρίτη ότι καταβάλλεται κάθε προσπάθεια προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι η εταιρεία δεν θα υπαχθεί σε καθεστώς πτώχευσης «βραχυπρόθεσμα», ώστε να μπορέσει να καταβάλει τα ποσά τα οποία υποσχέθηκε.
Purdue και Σάκλερ, στόχος #1
Ο πρόεδρος της Περντιού, ο δόκτωρ Κρεγκ Λάνταου, διαβεβαίωσε ότι η συμφωνία που κλείστηκε αντανακλά την «αποφασιστικότητα» της εταιρείας να διαδραματίσει ρόλο «κινητήριας δύναμης για να τερματιστεί η κρίση των οπιοειδών».
Ένας εκπρόσωπος της οικογένειας Σάκλερ επίσης διαβεβαίωσε ότι είναι «αποφασισμένη» να συμβάλλει για να «σωθούν ζωές».
Μολονότι βρίσκονται κι άλλες φαρμακευτικές εταιρείες στο εδώλιο, η Περντιού και η οικογένεια Σάκλερ, — γνωστή για το φιλανθρωπικό της έργο, το όνομά της είναι εξάλλου χαραγμένο σε πολλά μουσεία στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη — είναι στο επίκεντρο των επικρίσεων. Οι Σάκλερ εισέπραξαν εκατομμύρια από τις πωλήσεις του OxyContin.
Είναι πια γνωστό σήμερα ότι το OxyContin και άλλα αναλγητικά υπερσυνταγογραφούνταν για χρόνια από γιατρούς, οδηγώντας στη γιγάντωση της εξάρτησης από τα οπιοειδή και εξωθώντας πολλούς καταναλωτές τους σε ισχυρά, φθηνότερα ναρκωτικά, όπως η φαιντανύλη και η ηρωίνη, με συνέπεια την εκθετική αύξηση των θανάτων από υπερβολική δόση.
Στις αγωγές, οι βιομηχανίες κατηγορούνται πως προώθησαν επιθετικά τα αναλγητικά τους στον ιατρικό κόσμο, παρότι γνώριζαν ότι προκαλούσαν εξάρτηση και έπρεπε η χορήγησή τους να περιορίζεται σε ασθενείς με συγκεκριμένες παθήσεις.
Κατά τα πιο πρόσφατα δεδομένα των Κέντρων Ελέγχου και Πρόληψης Ασθενειών (CDC), πάνω από 70.000 Αμερικανοί πέθαναν το 2017 από υπερβολική δόση στις ΗΠΑ, σχεδόν 10% περισσότεροι από ό,τι το 2016.
Σε αστικά κέντρα, όπως η Νέα Υόρκη, τα οπιοειδή στοιχίζουν πλέον περισσότερες ζωές από τα τροχαία δυστυχήματα και τις ανθρωποκτονίες μαζί, αποκάλυψαν πέρυσι οι υγειονομικές αρχές της πόλης.
Η εκρηκτική αύξηση των θανάτων από υπερβολική δόση συνέβαλε να μειωθεί το προσδόκιμο ζωής στις ΗΠΑ το 2017, για τρίτο συναπτό έτος.
Από το ΑΠΕ-ΜΠΕ