Η βιταμίνη D στις μέρες του κορωνοϊού και πιο πέρα
Ο ιός αποτελείται από RNA, πρωτεϊνες και λιπίδια, είναι άκρως μεταδοτικός, και σε ορισμένους ανθρώπους έχει μεγάλη νοσηρότητα και θνητότητα, κυρίως λόγω πνευμονικής ανεπάρκειας και «καταιγίδας» κυτοκινών, και τα δύο απότοκα καταστροφικής φλεγμονής. Προσβάλλει όλες τις ηλικίες, αλλά προκαλεί συμπτωματική και πιθανόν θανατηφόρο νόσο, κυρίως σε ηλικιωμένους, σε ανθρώπους που διαθέτουν μικρές οργανικές εφεδρείες λόγω χρονίων υποκειμένων νοσημάτων και σε άτομα όλων των ηλικιών που έχουν ιδιαίτερη γενετική ευαλωτότητα στον ιό, είτε γιατί επιτρέπουν εύκολα την είσοδο και τον πολλαπλασιασμό του στο κύτταρο, είτε διότι το ανοσοποιητικό τους σύστημα αδυνατεί να τον εξουδετερώσει.
Γνωρίζοντας τις πολλαπλές δράσεις της βιταμίνης D στο ανοσοποιητικό μας σύστημα και τη φλεγμονή, καθώς και τον πιθανό προστατευτικό ρόλο που φαίνεται να έχει στις χειμερινές πνευμονικές λοιμώξεις, όπως η γρίπη, και σε αλλεργικά και αυτό-άνοσα νοσήματα, όπως αντίστοιχα το άσθμα και η σκλήρυνση κατά πλάκας, θεώρησα ότι είναι σημαντικό να επιστήσω την προσοχή μας σε πιθανή θωράκιση της υγείας μας από τον SARS-CoV-2 από αυτή την αρχέγονη βιταμίνη.
H βιταμίνη D είναι μια λιποδιαλυτή στερόλη που κυκλοφορεί στη φύση και ευρίσκεται στα φυτά υπό την μορφή D2 και στα ζώα υπό την μορφή D3. Παίζει σημαντικό ρόλο σε όλους τους ζωντανούς οργανισμούς, ρυθμίζοντας τη λειτουργία πολλών από τα γονίδιά τους. Ανήκει στις λεγόμενες πυρηνικές ορμόνες που έπαιξαν μεγάλο ρόλο στην εξέλιξη της ζωής.
Η βιταμίνη D, όπως και άλλες πυρηνικές ορμόνες, π.χ., η κορτιζόλη, τα ανδρογόνα, και τα οιστρογόνα, επηρεάζουν τη λειτουργία μεγάλου ποσοστού γονιδίων. Για παράδειγμα, η βιταμίνη D ρυθμίζει πάνω από 5% του ανθρώπινου γονιδιώματος των περίπου 44.000 γονιδίων, ήτοι πάνω από 2.200 γονίδια. Μάθαμε ότι η βιταμίνη D υπάρχει και είναι σημαντική, με την πρώτη θεραπεία της ραχίτιδας το 1922, και, αργότερα, της οστεομαλάκυνσης. Μέχρι και σήμερα, η σημασία της βιταμίνης D στο μεταβολισμό και την υγεία των οστών είναι αδιαμφισβήτητη. Αλλά τα πάμπολλα γονίδια που επηρεάζει αυτή η ορμόνη ξεπερνούν κατά πολύ τα γονίδια που εμπλέκονται με τα οστά. Δηλ. επηρεάζονται και γονίδια που δρουν στον ενδιάμεσο μεταβολισμό των πρωτεϊνών, υδατανθράκων και λιπιδίων, καθώς συμμετέχουν στην λειτουργία του κεντρικού νευρικού, καρδιαγγειακού, και ανοσοποιητικού συστήματος, μεταξύ άλλων. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει ιστός στο σώμα μας που να μην έχει υποδοχείς για την βιταμίνη D. Η πολυσχιδής δράση της σε όλα τα συστήματα του οργανισμού, επαληθεύεται και από δράσεις της στο πρωτέωμα του ανθρώπινου πλάσματος. Ομαλοποίηση των επιπέδων βιταμίνης D ασθενών με υποβιταμίνωση D οδήγησε σε αλλαγές των επιπέδων σε περίπου 400 από τις πάνω από 4,000 πρωτεϊνες που φυσιολογικά ανιχνεύονται στην κυκλοφορία.
Η βιταμίνη D προσλαμβάνεται από την τροφή και αποθηκεύεται στο λίπος είτε σαν πρόδρομος ανενεργός ουσία ή προβιταμίνη, είτε σαν βιταμίνη. Για να γίνει πλήρως δραστική, η πρόδρομος ουσία ενεργοποιείται στο δέρμα με ενέργεια που προσλαμβάνεται από την υπεριώδη ακτινοβολία Β του ήλιου. Στη συνέχεια, μεταβαίνει στο ήπαρ, όπου υδροξυλιώνεται στη θέση 25 και γίνεται 25-υδροξυ-βιταμίνη D και κυκλοφορεί στο αίμα, όπου και την μετράμε. Ο βιοδείκτης που δείχνει έλλειψη, ανεπάρκεια ή επάρκεια βιταμίνης D είναι τα επίπεδα της 25-υδροξυ-βιταμίνης D. Aπό τις δύο μορφές της βιταμίνης, D3 ή D2, η πρώτη έχει πολύ καλύτερη βιοδιαθεσιμότητα στον οργανισμό μας από την δεύτερη, και γι’ αυτό η θεραπεία συνήθως γίνεται με βιταμίνη D3.
Εχουν δημοσιευθεί πολλές μελέτες που έδειξαν αδιαμφισβήτητα ότι χαμηλά επίπεδα 25-υδροξυ-βιταμίνης D στο αίμα, δηλαδή «υποβιταμίνωση D», σχετίζονται με σοβαρές παθολογίες έξω από το μυοσκελετικό σύστημα. Αυτές συμπεριλαμβάνουν όλα τα λεγόμενα «χρόνια μη μεταδιδόμενα νοσήματα», δηλ. παχυσαρκία, αντίσταση στην ινσουλίνη, δυσανοχή στην γλυκόζη, διαβήτη τύπου 2, δυσλιπιδαιμία, υπέρταση, καρδιαγγειακή νόσο, αυτο-άνοσες παθήσεις, κατάθλιψη, και ορισμένες μορφές καρκίνου. Υποβιταμίνωση D στην έγκυο επίσης σχετίζεται με επιπλοκές της κύησης και της γέννησης, όπως διαβήτης της κύησης, προ-εκλαμψία, πρόωρος τοκετός, επιπλοκές του τοκετού και πιθανά προβλήματα με το βρέφος. Υποβιταμίνωση D έχει επίσης συσχετιστεί με υπογονιμότητα σε γυναίκες και άνδρες και με ελαττωμένη επιτυχία σε υποβοηθούμενη αναπαραγωγή.
Είναι γνωστό ότι η βιταμίνη D επηρεάζει την φυσική και ειδική ανοσία του οργανισμού και αυξάνει την προστατευτική λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος στους πνεύμονες από τη φλεγμονή. Σημειωτέον, πολλές πνευμονικές λοιμώξεις λαμβάνουν χώρα το χειμώνα, όταν τα επίπεδα της βιταμίνης D είναι φυσιολογικά πιο χαμηλά. Αντιθέτως, οι λοιμώξεις αυτές αυξάνουν προοδευτικά με την ηλικία, αντιστρόφως ανάλογα από τα επίπεδα της βιταμίνη D, τα οποία φυσιολογικά ελαττώνονται με τα χρόνια, λόγω προϊούσας κακής απορρόφησης της βιταμίνης. Μεγάλη προοπτική μελέτη στην Ιρλανδία δείχνει ελάττωση των πνευμονικών λοιμώξεων σε ηλικιωμένους που λαμβάνουν βιταμίνη D. Επιπλέον, οι πνευμονικές λοιμώξεις αυξάνουν αντιστρόφως ανάλογα με το βαθμό της παχυσαρκίας, όπως αυτή εκφράζεται με το δείκτη μάζας σώματος (BMI).
Στην πατρίδα μας, τα υπάρχοντα δεδομένα δείχνουν ξεκάθαρα ότι οι κάτοικοι όλων των ηλικιών πάσχουν από υποβιταμίνωση D, με πιθανότητα πάνω από 60% να έχουν χαμηλά επίπεδα. Γνωρίζουμε από πρόσφατη τυχαιοποιημένη μελέτη του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, ότι η πρόσληψη βιταμίνης D στην πατρίδα μας είναι πολύ χαμηλή, κατά μέσο όρο στο 1/7 της απαιτούμενης. Πράγματι, παρά την αφθονία ηλιακού φωτός που διαθέτουμε στη χώρα μας, ακόμα και αν κάποιος εκτίθεται στον ήλιο τουλάχιστον 20-30 λεπτά την ημέρα, όπως είναι η γενική σύσταση, είναι προφανές ότι, εφόσον δεν γίνεται επαρκής πρόσληψη της προβιταμίνης και βιταμίνης D από τις τροφές, θα δημιουργηθεί ανεπάρκεια.
Χωρίς αμφιβολία, χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D είναι προάγγελος κακών συμβαμάτων στην υγεία μας και είναι καλό να ζούμε με φυσιολογικά επίπεδα. Συνεπώς, συνιστούμε την πρόσληψη επαρκών δόσεων βιταμίνης D ακόμα και χωρίς μέτρηση επιπέδων. Στις συνιστώμενες δόσεις, η πιθανότητα να δημιουργήσουμε τοξικά επίπεδα είναι ελάχιστη.
Σήμερα ανακοινώθηκε η πρώτη μελέτη που συσχετίζει τα επίπεδα της 25-υδροξυ-βιταμίνη D στο αίμα ασθενών με COVID-19. Όπως θα περίμενε κανείς από τα παραπάνω, όσο πιο χαμηλά ήταν τα επίπεδα της βιταμίνης, τόσο σοβαρότερη ήταν και η νόσος.
Καθώς ο καιρός καλυτερεύει, τα εμβόλια είναι καθ’ οδόν και τα φάρμακα όλο και βελτιώνονται, είναι θέμα μηνών η επάνοδος στην κανονικότητα, “μια νέα κανονικότητα, που θα διαφέρει αρκετά από αυτήν που έχουμε συνηθίσει”. Ανεξαρτήτως όμως των παραπάνω, η πρόσληψη βιταμίνης D είναι απαραίτητη και πρέπει να είναι συνεχής, αφού είναι ένας πολύ εύκολος τρόπος για να προστατευτούμε από πολλές νόσους, μεταξύ των οποίων και ο COVID-19.
Γεώργιος Π. Χρούσος, MD, MACP, MACE, FRCP
Ομότιμος Καθηγητής Παιδιατρικής και Ενδοκρινολογίας, Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Υγείας Μητέρας, Παιδιού, και Ιατρικής Ακριβείας, Έδρα UNESCO Εφηβικής Υγείας και Ιατρικής, Μονάδα Κλινικής και Μεταφραστικής Έρευνας στην Ενδοκρινολογία, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών