Iatropedia

Μονόδρομος για τους Έλληνες η ολική επαναφορά στην μεσογειακή διατροφή

Επί δεκαετίες οι Έλληνες διατηρούσαμε εξαιρετικά επίπεδα υγείας και υψηλό προσδόκιμο ζωής στηριζόμενοι στην παραδοσιακή μεσογειακή δίατα. Λαχανικά, φρούτα, ψάρια και όσπρια ήταν οι βασικές πηγές υδατανθράκων και πρωτεϊνών ενώ το παρθένο ελαιόλαδο και τα παραδοσιακά τυριά ήταν οι μοναδικές πηγές λίπους. Αυτό όμως άλλαξε και τώρα έχουμε τα πιο παχύσαρκα παιδιά του δυτικού κόσμου...

Γιατροί και διατροφολόγοι προειδοποιούν ότι η μεσογειακή διατροφή εξακολουθεί και σήμερα να αποτελεί το «κλειδί» για την καλή υγεία, όμως οι περισσότεροι δεν τους ακούμε… Το αποτέλεσμα είναι τα στατιστικά στοιχεία για την υγεία μας να είναι δυσμενή.

Ο διαβήτης και οι καρδιαγγειακές παθήσεις απειλούν όχι μόνο την υγεία αλλά και το προσδόκιμο ζωής των Ελλήνων και αυτό είναι και το βασικό μήνυμα το οποίο προκύπτει από την Εθνική Μελέτη Νοσηρότητας και Παραγόντων Κινδύνου (Ε.ΜΕ.ΝΟ), που οργάνωσε και υλοποίησε η Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ, σε συνεργασία με όλες τις Ιατρικές Σχολές των Ελληνικών Πανεπιστημίων και το Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Σύμφωνα με τη μελέτη, στην οποία συμμετείχαν 5.000 άτομα ηλικίας άνω των 18 ετών, προκύπτουν σημαντικά συμπεράσματα. Το πρώτο ιδιαίτερα αρνητικό αποτέλεσμα αφορά στο αυξημένο βάρος των Ελλήνων, σε όλο το φάσμα ηλικιών, καθώς αποδείχτηκε ότι, με βάση το δείκτη μάζας σώματος, ένας στους δύο Έλληνες έχει βάρος πάνω από το κανονικό, δηλαδή ο δείκτης έχει τιμές πάνω από 26 όταν, σύμφωνα με τις διεθνείς επιταγές, θα πρέπει να είναι το πολύ 25. Μάλιστα το 45% των ανδρών και το 30% των γυναικών είναι υπέρβαροι ενώ το 31% των ανδρών και 34% των γυναικών παχύσαρκοι. Ειδικότερα, στην ηλικιακή ομάδα μεταξύ 18-29 ετών, το 51% των ανδρών και το 31% των γυναικών είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι.

Σχετικά με το διαβήτη, η μελέτη απέδειξε ότι περίπου το 11,4% των ελλήνων ζει με αυτή τη νόσο. Συγκεκριμένα το 12,5% των ανδρών και το 10% των γυναικών εντοπίζονται με διαβήτη. Από τους δε διαβητικούς, το 14,5% ήταν αδιάγνωστοι, 4% είχαν διαγνωσθεί αλλά δε λάμβαναν θεραπεία, 41% λάμβαναν θεραπεία αλλά ήταν αρρύθμιστοι και 41% ήταν ρυθμισμένοι υπό θεραπεία.

Επίσης, το 37% των ανδρών και το 34% των γυναικών είχαν αυξημένη χοληστερίνη (35% συνολικά), ενώ πάνω από τα 2/3 των ατόμων ηλικίας κάτω από 50 ετών που έχουν αυξημένη χοληστερίνη είναι αδιάγνωστοι.