Μάλιστα, προκρίνονται τέσσερις συγκεκριμένες τροφές, των οποίων τα καρδιακά οφέλη, όπως το ότι μειώνουν την χοληστερίνη, έχουν αποδειχθεί από αρκετές ελεγχόμενες δοκιμές.
Οι φυτικές τροφές είναι εξαιρετικές για την καρδιαγγειακή υγεία, αλλά μια χορτοφαγική δίαιτα χαμηλή σε κορεσμένα λίπη μπορεί να μην είναι το καλύτερο πράγμα για τη διατήρηση της χοληστερόλης υπό έλεγχο.
Αντ’ αυτού, ίσως είναι καλύτερο να τρώμε επιλεκτικά μερικές τροφές, που μειώνουν τη χοληστερόλη χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεϊνών (LDL), η οποία είναι επίσης γνωστή ως «κακή» χοληστερόλη.
Αυτό ήταν το κύριο επίτευγμα μιας μελέτης, που δημοσιεύτηκε το 2011, όπου παρουσιάστηκε μια “ομάδα” τεσσάρων τροφών, που είχαν αποδειχθεί ότι μειώνουν την χοληστερίνη και τις καρδιακές παθήσεις. Αυτές οι τροφές είναι:
- ξηροί καρποί
- φυτική πρωτεΐνη που λαμβάνεται είτε από τρόφιμα με βάση τη σόγια, όπως το τόφου, το γάλα σόγιας, ή άλλα υποκατάστατα κρέατος με βάση τη σόγια, ή από καρπούς όπως φασόλια, μπιζέλια, ρεβίθια, ή φακές
- διαλυτές ίνες, όπως βρώμη, κριθάρι, μελιτζάνα, μήλα, πορτοκάλια και μούρα
- μαργαρίνη ενισχυμένη με φυτικές στερόλες, ή ενώσεις που μπορούν να βρεθούν σε φρούτα, λαχανικά, ξηρούς καρπούς και δημητριακά
Από το 2011, αρκετοί κυβερνητικοί οργανισμοί έχουν αναγνωρίσει τα οφέλη αυτής της ομάδας τροφών.
Τώρα, η Ευρωπαϊκή Ένωση για την Μελέτη του Διαβήτη (European Association for the Study of Diabetes) χρηματοδότησε μια μετα-ανάλυση όλων των διαθέσιμων στοιχείων, για να αξιολογήσει και να συνοψίσει τα οφέλη της συγκεκριμένης διατροφικής ομάδας στην πρόληψη των καρδιαγγειακών παθήσεων.
Επικεφαλής συγγραφέας της νέας έρευνας ήταν η Laura Chiavaroli, από το Τμήμα Διατροφικών Επιστημών του Πανεπιστημίου του Τορόντο στον Καναδά, και τα ευρήματα δημοσιεύθηκαν στο επιστημονικό περιοδικό Progress in Cardiovascular Diseases.
Η χοληστερίνη μειώθηκε κατά 17%
Συγκεκριμένα, η προτεινόμενη διατροφή συνιστά ημερήσια πρόσληψη 42 γραμμαρίων από ξηρούς καρπούς, 20 γραμμαρίων διαλυτής ίνας, 2 γραμμαρίων φυτικών στερολών και 50 γραμμαρίων φυτικών πρωτεϊνών. Οι ποσότητες βασίζονται σε ημερήσια κατανάλωση 2.000 θερμίδων.
Η δρ. Chiavaroli και οι συνεργάτες της ανέλυσαν τυχαιοποιημένες και μη-τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες δοκιμές, που μελετούσαν την επίδραση αυτού του διαιτολογικού μοντέλου σε σύγκριση με οποιαδήποτε δίαιτα ίδιας θερμιδικής κατανάλωσης και η οποία δεν περιείχε τροφές από το βασικό αυτό μοντέλο.
Συνολικά, η ανάλυση έδειξε, ότι η εν λόγω ομάδα τροφών μειώνει τα επίπεδα ολικής χοληστερόλης, καθώς και τα τριγλυκερίδια (τα οποία είναι το πιο συνηθισμένο είδος λίπους στο ανθρώπινο σώμα), την αρτηριακή πίεση και την C-αντιδρώσα πρωτεΐνη (C-reactive protein), η οποία αποτελεί δείκτη φλεγμονής.
Μάλιστα, αυτή η ομάδα τεσσάρων τροφών μειώνει τη “κακή” χοληστερίνη (LDL) κατά 17% και τον κίνδυνο ανάπτυξης στεφανιαίας νόσου κατά τη διάρκεια μιας δεκαετίας κατά 13%.
Οι συγγραφείς καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι “τα τρέχοντα στοιχεία καταδεικνύουν ότι αυτές οι τροφές οδηγούν σε κλινικά σημαντικές βελτιώσεις στη LDL χοληστερόλη καθώς και σε άλλους καθιερωμένους καρδιομεταβολικούς παράγοντες κινδύνου και στον εκτιμώμενο κίνδυνο στεφανιαίας νόσου σε βάθος δεκαετίας”.