Iatropedia

Η TV «φταίει» για την κακή διατροφή των νέων – Τι ρόλο παίζουν οι διαφημίσεις

Οι έφηβοι που παρακολουθούν περισσότερες από τρεις ώρες τηλεόραση τη μέρα και «βομβαρδίζονται» από διαφημίσεις, μεταξύ άλλων για διάφορα ανθυγιεινά και παχυντικά φαγητά και ποτά, στη συνέχεια τρώνε περισσότερο "τζανκ φουντ" (χαμηλής ποιότητας φαγητό), από ό,τι οι συνομήλικοί τους που βλέπουν πολύ λιγότερη τηλεόραση.

Αυτό δείχνει μια νέα έκθεση της βρετανικής οργάνωσης αντικαρκινικών ερευνών Cancer Research UK, η μεγαλύτερη μέχρι σήμερα μελέτη πάνω στη σχέση των τηλεοπτικών διαφημίσεων και της διατροφής, που βασίσθηκε σε δείγμα 3.348 παιδιών και νέων ηλικίας 11 έως 19 ετών.

Η έρευνα αποκαλύπτει ότι η πολύωρη καθημερινή παρακολούθηση τηλεόρασης και διαφημίσεων έχει ως αποτέλεσμα ένας νέος να καταναλώνει μέσα στο έτος περισσότερα από 500 έξτρα σνακ (πατατάκια, μπισκότα κ.α.) και αναψυκτικά, από ό,τι θα έτρωγε και θα έπινε, αν έβλεπε λιγότερη τηλεόραση.

Αυτό όμως, όπως διαπιστώθηκε, δεν ισχύει στην περίπτωση που τα τηλεοπτικά προγράμματα δεν συνοδεύονται από διαφημίσεις. Αυτό, κατά τους ερευνητές, δείχνει ότι είναι οι διαφημίσεις που κυρίως ωθούν τους νέους στο ανθυγιεινό φαγητό.

Οι έφηβοι που βλέπουν πολλή τηλεόραση με διαφημίσεις, έχουν υπερδιπλάσια πιθανότητα (μεγαλύτερη κατά 139%) να πιουν αναψυκτικά και άλλα ποτά με ανθρακικό, καθώς επίσης 65% μεγαλύτερη πιθανότητα να φάνε φαγητό από φαστ φουντ και άλλα έτοιμα γεύματα με πολλές θερμίδες, αυξάνοντας έτσι τον κίνδυνο παχυσαρκίας.

«Δεν ισχυριζόμαστε πως κάθε έφηβος που παρακολουθεί τηλεόραση, θα το ρίξει στο «τζανκ φουντ«. Αλλά, η μελέτη μας δείχνει ότι υπάρχει ισχυρή συσχέτιση ανάμεσα στις διαφημίσεις και στις διατροφικές συνήθειες και ότι η μείωση «τζανκ φουντ» στο τηλεοπτικό μάρκετινγκ θα βοηθήσει να σταματήσει η κρίση παχυσαρκίας» δήλωσε η επικεφαλής ερευνήτρια δρ Τζιότσνα Βόχρα.

«Η βιομηχανία τροφίμων θα συνεχίσει να προωθεί τα προϊόντα της στα μυαλά των εφήβων, αν της επιτρέπεται να το κάνει. Η κυβέρνηση πρέπει να προστατεύσει την υγεία της επόμενης γενιάς» τόνισε η καθηγήτρια Λίντα Μπολντ της Cancer Research UΚ.

Από το ΑΠΕ-ΜΠΕ