Iatropedia

12 Οκτωβρίου: Παγκόσμια Ημέρα κατά της Αρθρίτιδας

Παγκόσμια Ημέρα κατά της Αρθρίτιδας έχει οριστεί η 12η Οκτωβρίου και στη χώρα μας εκτιμάται ότι περίπου 40.000 Έλληνες πάσχουν από ρευματοειδή αρθρίτιδα.

Η ρευματοειδής αρθρίτιδα είναι μία συστηματική φλεγμονώδης νόσος, που προκαλεί μια συμμετρική χρόνια φλεγμονή των αρθρώσεων. Η αιτιολογία της δεν έχει καθοριστεί ακριβώς, καθώς τόσο περιβαλλοντικοί όσο και γενετικοί παράγοντες θα μπορούσαν να σχετίζονται με τη νόσο. Παρά τη γενική άποψη που επικρατεί, η νόσος ξεκινά σε μικρή σχετικά ηλικία και εμφανίζεται συνήθως σε ενήλικα άτομα μέσης ηλικίας 30-50 ετών. Η επίπτωσή της είναι υψηλότερη σε ηλικιωμένο πληθυσμό και στις γυναίκες, με τον αριθμό των γυναικών που προσβάλλονται να είναι περίπου διπλάσιος από των ανδρών.

Κατά τη διάρκεια εξέλιξης της νόσου, οι ασθενείς με Ρευματοειδή Αρθρίτιδα παρουσιάζουν έντονη επιδείνωση της ποιότητας ζωής τους. Υπολογίζεται ότι 4 στους 10 ασθενείς με Ρευματοειδή Αρθρίτιδα αδυνατούν να εργαστούν 5 χρόνια μετά τη διάγνωση ενώ 10 χρόνια μετά τη διάγνωση αυτό το ποσοστό ανέρχεται σε 50%. Σημαντικές είναι και οι οικονομικές συνέπειες από τη νόσο, για τους ασθενείς, τις οικογένειές τους και το σύστημα υγείας.

Σύμφωνα με στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (WHO), από ρευματοειδή αρθρίτιδα πάσχουν 23,7 εκατομμύρια άνθρωποι σε όλον τον κόσμο, με συχνότητα που κυμαίνεται μεταξύ 0,3% και 1% του πληθυσμού των ενηλίκων.

Βελτίωση της ποιότητας ζωής με αποτελεσματικές θεραπείες

Σύμφωνα με επιστημονικές μελέτες σημαντικό ρόλο στην παθογένεια της ρευματοειδούς αρθρίτιδας διαδραματίζουν τα αμυντικά κύτταρα του αίματος που ανήκουν στην κατηγορία των λευκών αιμοσφαιρίων και ονομάζονται Β-λεμφοκύτταρα και Τ-λεμφοκύτταρα, ενώ η έγκαιρη διάγνωση της νόσου αποτελεί «κλειδί» για την αποτελεσματική θεραπεία.

Τα τελευταία χρόνια έχει σημειωθεί πρόοδος στη διαχείριση της νόσου. Η αντιμετώπισή της με αποτελεσματικές θεραπείες όπως η τοσιλιζουμάμπη και η ριτουξιμάμπη έχει αποδειχθεί ότι βελτιώνει σημαντικά την ποιότητα ζωής των ασθενών, καθώς επιτυγχάνεται υποχώρηση του πόνου και της δυσκαμψίας, πρόληψη των παραμορφώσεων των αρθρώσεων και πρόληψη της εξέλιξης της νόσου.

Η τοσιλιζουμάμπη αποτελεί τον μοναδικό βιολογικό παράγοντα κατά του υποδοχέα της IL-6, ο οποίος είναι διαθέσιμος από το 2009 σε ενδοφλέβια μορφή ενώ πλέον διαθέσιμη στους Έλληνες ασθενείς είναι και η υποδόρια μορφή της τοσιλιζουμάμπης δίνοντας σε γιατρούς και ασθενείς τη δυνατότητα να επιλέξουν τη θεραπεία που ταιριάζει καλύτερα στις ανάγκες τους. Σήμερα, η θεραπεία μπορεί να γίνει είτε στο σπίτι με τη νέα υποδόρια μορφή είτε σε νοσοκομείο/κλινική με την ενδοφλέβια χορήγηση. Η τοσιλιζουμάμπη χρησιμοποιείται στη θεραπεία ενηλίκων με μέτρια έως σοβαρή μορφή ενεργούς ρευματοειδούς αρθρίτιδας (ΡΑ) οι οποίοι είτε ανταποκρίθηκαν ανεπαρκώς είτε εμφάνισαν μη ανοχή σε προηγούμενη θεραπεία με ένα ή περισσότερα τροποποιητικά της νόσου αντιρευματικά φάρμακα (DMARDs) ή με ανταγωνιστές του παράγοντα νέκρωσης του όγκου (TNF) και χορηγείται σε συνδυασμό με μεθοτρεξάτη και ως μονοθεραπεία εάν ο γιατρός αποφασίσει ότι η μεθοτρεξάτη δεν είναι κατάλληλη. Επίσης έχει λάβει προσφάτως ένδειξη για τη θεραπεία της σοβαρούς, ενεργούς προϊούσας Ρευματοειδούς Αρθρίτιδας σε ενήλικες ασθενείς που δεν έχουν λάβει προηγούμενα θεραπεία με ΜΤΧ. Τέλος, χρησιμοποιείται για τη θεραπεία παιδιών 2 ετών και άνω με πολυαρθρική νεανική ιδιοπαθή αρθρίτιδα (ΝΙΑ) ή με συστηματική νεανική ιδιοπαθή αρθρίτιδα (ΣΝΙΑ).

Η ριτουξιμάμπη στοχεύει στα Β-λεμφοκύτταρα. Είναι ένα χιμαιρικό μονοκλωνικό αντίσωμα, το οποίο συνδέεται με το αντιγόνο CD20 που βρίσκεται στη μεμβράνη των Β- λεμφοκυττάρων και μειώνει τον αριθμό τους. Χορηγείται σε συνδυασμό με μεθοτρεξάτη σε ενήλικες ασθενείς για τη θεραπεία της σοβαρής, ενεργούς ρευματοειδούς αρθρίτιδας, σε ασθενείς που είχαν ανεπαρκή ανταπόκριση ή δυσανεξία σε άλλα τροποποιητικά της νόσου αντιρρευματικά φάρμακα (DMARD) συμπεριλαμβανομένης μίας ή περισσοτέρων θεραπειών αναστολής του παράγοντα νέκρωσης των όγκων (ΤΝF). Ακόμη σε συνδυασμό με γλυκοκορτικοειδή έχει εγκριθεί για την επαγωγή ύφεσης σε ασθενείς με κοκκιωμάτωση με πολυαγγειΐτιδα (GPA) ή μικροσκοπική πολυαγγειΐτιδα (MPA).