Όπως αποκάλυψε στην ομιλία του ο δρ Νίκος Μανιαδάκης, διευθυντής του ΜΠΣ και αναπλ. κοσμήτορας της ΕΣΔΥ, «έρευνα για τον υπολογισμό της πραγματικής φαρμακευτικής δαπάνης διεξάγει η Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας (ΕΣΔΥ). Όπως επισήμανε, «το ύψος της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης πρέπει να επαναξιολογηθεί και να αυξηθεί δεδομένου το ότι επηρεάζεται και από άλλους παράγοντες εκτός το ΑΕΠ». Κατά τον καθηγητή, δεδομένης της αύξησης στην συμμετοχή των ασθενών πρέπει να θεσμοθετηθούν μέτρα για προστασία των οικονομικά αδυνάτων από δυσανάλογα υψηλές συμμετοχές που δύναται να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην ευημερίας τους.
Προειδοποίησε, δε, ότι η τιμολογιακή πολιτική έχει εξαντλήσει τα όρια αποδόσεων και περαιτέρω μειώσεις στις τιμές εγκυμονούν κινδύνους απόσυρσης φαρμάκων και παράλληλα τροφοδοτούν φαινόμενα αντίστροφης υποκατάστασης και αύξηση των δαπανών. «Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να προστατευθούν τα φθηνά φάρμακα από περαιτέρω μειώσεις», τόνισε, προσθέτοντας πως στην Ελλάδα τα καινοτόμα φάρμακων είναι στο 60% της τιμής στην Ευρώπη.
«Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται αύξηση στην ποσότητα των φαρμάκων που συνταγογραφούνται καθώς και αύξηση του ποσοστού χρήσης των ακριβότερων φαρμάκων και όχι πάντοτε απαραίτητων νεότερων φαρμάκων» συμπλήρωσε ο κ. Μανιαδάκης. «Η αύξηση της διείσδυσης των γενοσήμων δύναται να συμβάλει σημαντικά στην μείωση της δαπάνης, ωστόσο δεν είναι απότοκο των μειώσεων των τιμών τους, που μάλλον λειτουργούν αντίστροφα, αλλά αποτέλεσμα άλλων πολιτικών που πρέπει να θεσμοθετηθούν», κατέληξε.
Το τελικό πόρισμα της έρευνας της ΕΣΔΥ αναμένεται τον προσεχή Σεπτέμβριο.
Τον λόγο πήρε ο επικεφαλής οικονομολόγος του ΣΕΒ, Μιχάλης Μασουράκης λέγοντας ότι «η δημοσιονομική πειθαρχία και οι διαρθρωτικές αλλαγές αποσκοπούν στον επαναπροσδιορισμό του αναπτυξιακού προτύπου προς μία οικονομία που βασίζεται στην ανταγωνιστικότητα και την εξωστρέφεια και όχι στα ελλείμματα και τα δανεικά». Όπως ανέφερε, είναι απαραίτητο να αρθούν οι περιορισμοί στον ανταγωνισμό, να καταπολεμηθεί η φοροδιαφυγή, να απαλειφθούν οι διαρθρωτικές στρεβλώσεις, να βελτιωθεί το εγχώριο πλαίσιο λειτουργίας των επιχειρήσεων, να μειωθεί η αρνητική αναλογία μεταξύ πιο δυναμικών και πιο παραδοσιακών επιχειρήσεων, και να περιοριστεί ο κρατικός παρεμβατισμός και οι συνακόλουθες πελατειακές σχέσεις.
Με την απόφαση του Eurogroup της 24-25/5/2016, κλείνει μία παρατεταμένη περίοδος αβεβαιότητος και ξεκινάει δυνητικά ένας ενάρετος αναπτυξιακός κύκλος μέσα από την αποκατάσταση της αξιοπιστίας, στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής. Προς τούτο, απαιτείται έγκαιρη και πιστή εφαρμογή των συμφωνηθέντων, καθώς και μεγαλύτερη αποφασιστικότητα στην υλοποίηση των διαρθρωτικών αλλαγών και ιδίως του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων και αξιοποίησης της κρατικής περιουσίας. Μέσα στην καταιγίδα της υπερφορολόγησης και των συνταξιοδοτικών περικοπών, η αναζήτηση αναπτυξιακών αντίβαρων είναι μονόδρομος. Αν και δεν υπάρχουν και πολλά περιθώρια για να δοθούν αποτελεσματικές και γρήγορες λύσεις στα υφεσιακά αδιέξοδα που δημιουργεί η εφαρμογή του προγράμματος λιτότητας που ακολουθεί η χώρα, υπάρχουν τρεις περιοχές άσκησης οικονομικής πολιτικής, στις οποίες παρεμβάσεις προς τη σωστή κατεύθυνση μπορεί να έχουν μεγάλη προστιθέμενη αξία στην ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας:
Η χρήση οριζόντιων φορολογικών επενδυτικών κινήτρων μπορεί να δράσει καταλυτικά για την αναστροφή της πολύχρονης αποεπένδυσης στην ελληνική οικονομία και την επιτάχυνση της αναπτυξιακής διαδικασίας από εδώ και πέρα. Το ίδιο θα συμβεί με την επέκταση της φορολογικής βάσης μέσω σύλληψης της φοροδιαφυγής, για να μπορέσει να μειωθεί μία ώρα αρχύτερα το φορολογικό βάρος στους συνεπείς φορολογούμενους και τις οργανωμένες επιχειρήσεις. Επιβάλλεται η επαναλειτουργία της αγοράς ακινήτων, ώστε να ανακάμψει ο κατασκευαστικός κλάδος που είναι σήμερα πλήρως απαξιωμένος, αν και έχει τεράστιες αναπτυξιακές δυνατότητες και προοπτικές.
Εξάλλου, η κυρία ΜARY HARNEY (Chairperson, European Steering Group for Sustainable Healthcare) ανέφερε στην δική της ομιλίας ότι «η καινοτομία μπορεί να προέλθει και από κάτω προς τα πάνω». Και η πρώην υπουργός Υγείας της Ιρλανδίας και πρόεδρος της European Steering Group for Sustainable Healthcare συνέχισε λέγοντας:
Η Ιρλανδία κατάφερε να επιταχύνει στο χώρο της Υγείας, φθάνοντας τα 8 δισ. ευρώ στις επενδύσεις, με τις εξαγωγές μόνο από τα φάρμακα να ξεπερνούν τα 40 δισ. ευρώ. Αλλά και συνολικότερα, η χώρα καταγράφει 8% ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης και ανεργία μόλις στο 7,5%. Η υγεία είναι πλούτος (health is wealth) . Έτσι οι δέκα μεγαλύτερες φαρμακευτικές εταιρίες έχουν σήμερα εγκαταστάσεις στην Ιρλανδία, που χαρακτηρίζεται πλέον από ευέλικτο σύστημα υγείας. Κάποια χρόνια πριν η εικόνα ήταν δυσμενέστερη, αλλά με σημαντικές παρεμβάσεις, ενοποίηση δεδομένων, δημιουργία εξειδικευμένων κέντρων υπήρξε τεράστια βελτίωση. Βέβαια και εκεί υπήρξαν αντιδράσεις από γιατρούς και πολιτικούς. «Σε ένα νοσοκομείο είχε μια αφίσα με τη φωτογραφία μου που ανέγραφε «καταζητούμενη για φόνο» », ανέφερε. Κατά την κ. Harney απαιτείται όραμα και μια πολιτική ηγεσία με αποφασιστικότητα.
Μεταξύ των παρεμβάσεων ήταν και η παραχώρηση της δυνατότητας συνταγογραφίας και στους νοσηλευτές, ένα μέτρο που στη χώρα μας συνάντησε τεράστιες αντιδράσεις και αποσύρθηκε. Πλέον στην Ιρλανδία είναι ιδιαίτερα δημοφιλής διαδικασία. Μάλιστα, παρά τους φόβους, οι νοσηλευτές αποδείχθηκαν πιο συντηρητικοί στη συνταγογράφηση.
Στη χώρα δημιουργήθηκε μια αυτόνομη υπηρεσία που παρακολουθεί και αξιολογεί τα πρότυπα, ένας ανεξάρτητος οργανισμός και ένας φορέας αξιολόγησης τεχνολογίας. Η Ιρλανδία χαρακτηρίζεται από ένα μεικτό σύστημα ιδιωτικών και δημόσιων προσφορών παροχής υπηρεσιών υγείας, ενώ η σχέση τη φαρμακευτική βιομηχανία οδηγήθηκε σε νέα συμφωνία
Η κ. Harney τόνισε ότι η υγεία δεν είναι υπευθυνότητα μόνο του υπουργού υγείας, αλλά και άλλα χαρτοφυλάκια είναι άρρηκτα συνδεδεμένα, όπως η Κοινωνική Ασφάλιση και η Οικονομία. Η πρώην Υπουργός Υγείας της Ιρλανδίας τόνισε την ανάγκη αξιοποίησης των νέων τεχνολογιών, ώστε ακόμη και υπηρεσίες νοσοκομείων να μεταφερθούν στο σπίτι.
Τέλος ο πρόεδρος του ΙΣΑ και της ΚΕΔΕ, Γιώργος Πατούλης συμπλήρωσε: «Το Εθνικό Σύστημα Υγείας βρίσκεται πλέον στην ώρα μηδέν, στην πιο κρίσιμη κατάσταση που έχει βρεθεί τα τελευταία χρόνια. Μια από τις βασικές αιτίες είναι η αδυναμία των κυβερνόντων να προχωρήσουν σε μεταρρυθμίσεις που θα οδηγούσαν σε εξυγίανση του Εθνικού Συστήματος Υγείας και πραγματική εξοικονόμηση χρημάτων. Αντί για αυτό επάρθησαν σκληρά εισπρακτικά μέτρα και έγιναν οριζόντιες περικοπές, οι οποίες μετακύλησαν το κόστος της περίθαλψης στους ασθενείς, πλήττοντας ιδιαίτερα τις ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού. Βασικά ζητήματα στην αδυναμία εφαρμογής πραγματικών μεταρρυθμίσεων στην υγεία είναι η ασυνέχεια στην άσκηση υγειονομικής πολιτικής στη χώρα μας, και η έλλειψη πολιτικής βούλησης για μεταρρυθμίσεις που προϋποθέτουν ρήξη με τα συμφέροντα».