Σε Ελλάδα και Ευρώπη, την τελευταία Κυριακή του Μαρτίου και για 7 μήνες τα ρολόγια πάνε μία ώρα μπροστά (θερινή ώρα), ενώ την τελευταία Κυριακή του Οκτωβρίου -αύριο δηλαδή- και για 5 μήνες τα ρολόγια πάνε μία ώρα πίσω (χειμερινή ή ηλιακή ώρα).
Στην Ελλάδα η θερινή ώρα εφαρμόστηκε για πρώτη φορά, δοκιμαστικά, το 1932 και συγκεκριμένα από τις 6 Ιουλίου μέχρι την 1η Σεπτεμβρίου, όταν τα ρολόγια είχαν τεθεί μία ώρα μπροστά. Στη συνέχεια όμως εγκαταλείφθηκε, επειδή στις 28 Ιουλίου 1916 στις 04:00 ώρα, τα ρολόγια στην Ελλάδα είχαν τεθεί 25 λεπτά μπροστά κατά την εισδοχή της ζώνης ώρας που είχε αποφασιστεί παγκοσμίως. Έτσι η διαφορά σε σχέση με το φως του Ήλιου που καθορίζει και τον πραγματικό χρόνο γινόταν πολύ μεγάλη, κυρίως στα δυτικά τμήματα της χώρας και περισσότερο στη Κέρκυρα. Τα επόμενα χρόνια είχε υιοθετηθεί μια απλή μετατόπιση της ώρας έναρξης λειτουργίας δημόσιων υπηρεσιών και καταστημάτων κατά μισή ώρα, τη χειμερινή περίοδο.
Στη δεκαετία του 1970 όμως, μόλις δύο χρόνια μετά την ενεργειακή κρίση που ξέσπασε στην Ευρώπη το 1973, αποφασίστηκε η υιοθέτηση του μέτρου της θερινής ώρας από μεγάλο μέρος των κρατών της, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, με έναρξη το 1975. Η αλλαγή της ώρας γίνεται σύμφωνα με οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης που υποχρεώνει όλα τα κράτη μέλη να την εφαρμόζουν ως νόμο και πραγματοποιείται την τελευταία Κυριακή του Μαρτίου στις 1 π.μ. ώρα Γκρίνουϊτς (GMT), ενώ τελειώνει την τελευταία Κυριακή του Οκτωβρίου του ίδιου έτους στις 1 π.μ. ώρα Γκρίνουϊτς. Επομένως η αλλαγή είναι ταυτόχρονη για όλα τα κράτη μέλη τα οποία έχουν υιοθετήσει το μέτρο.
Η αλλαγή της ώρα από χειμερινή σε θερινή βασίζεται σε ένα σύστημα που σκοπό έχει την καλύτερη αξιοποίηση του φωτός της ημέρας για εξοικονόμηση ενέργειας και καυσίμων.
Γιατί χρειαζόμαστε τη θερινή ώρα
Μελέτες των τελευταίων 25 ετών έχουν δείξει ότι η αλλαγή της ώρας διαταράσσει τους ρυθμούς του σώματος που είναι συντονισμένοι με την περιστροφή της Γης, με αποτέλεσμα να εντείνεται η συζήτηση για το αν πρέπει ή όχι να αλλάζει η ώρα.
Το ζήτημα είναι ότι για κάθε επιχείρημα υπάρχει και ένα αντεπιχείρημα. Υπάρχουν μελέτες, για παράδειγμα, που δείχνουν ότι έχουμε περισσότερα τροχαία ατυχήματα όταν οι άνθρωποι χάνουν μια επιπλέον ώρα ύπνου. Υπάρχουν επίσης μελέτες που δείχνουν ότι οι ληστείες μειώνονται όταν υπάρχει μια επιπλέον ώρα ηλιοφάνειας στο τέλος της ημέρας. Γνωρίζουμε επίσης ότι οι άνθρωποι παθαίνουν περισσότερες καρδιακές προσβολές κατά την έναρξη της θερινής ώρας. Τι γίνεται όμως με την ψυχική μας υγεία; Οι άνθρωποι φαίνεται να είναι πιο ευτυχισμένοι όταν υπάρχει μία επιπλέον ώρα φως.
Φυσικά, υπάρχει και η οικονομία, η οποία πληρώνει για όλη αυτή τη διασκέδαση στον ήλιο. Παρόλο που συχνά προβάλλεται ως λόγος για τη θερινή ώρα η εξοικονόμηση ενέργειας, η ενέργεια που εξοικονομείται δεν είναι πολλή – αν εξοικονομείται.
Αντίθετα, στις ΗΠΑ τουλάχιστον, οι πιέσεις για σταθεροποίηση στη θερινή ώρα για πάντα προέρχεται κυρίως από διάφορους κλάδους της οικονομίας, που θέλουν τον κόσμο να κυκλοφορεί περισσότερο, όπως συμβαίνει όταν υπάρχει περισσότερο φως στο τέλος της ημέρας.
Αλλά στην κινηματογραφική βιομηχανία δεν άρεσε η θερινή ώρα. Είναι λιγότερο πιθανό να πάτε να δείτε ταινία όταν έχει φως έξω.
Ούτε στους αγρότες άρεσε, επειδή έκανε πιο δύσκολη τη μεταφορά των τροφίμων τους στην αγορά το πρωί.
Το συμπέρασμα: Δεν είναι ξεκάθαρο αν μία επιπλέον ώρα ηλιακού φωτός στο τέλος της ημέρας είναι πιο χρήσιμη απ’ ό,τι στην αρχή της. Εξαρτάται από το ποιος είσαι και τι θέλεις.
Φωτογραφία: iStock
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: