Αλλάζουν όλα στις εφημερίες των νοσοκομειακών γιατρών
Μμε την έκδοση της απόφασης της 23ης Δεκεμβρίου 2015 (υπόθεση C-180/14) του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), η Ελληνική Δημοκρατία κλήθηκε να άρει τις ασυμβατότητες της ιατρικής νομοθεσίας με την Οδηγία 2003/88/ΕΚ σχετικά με την οργάνωση του χρόνου εργασίας των γιατρών του ΕΣΥ και να εναρμονίσει το δίκαιό της, εισάγοντας κανόνες προστασίας κατά της επαγγελματικής εξουθένωσης των ιατρών.
Το ζήτημα αυτό δεν επιλύθηκε από ελληνικής πλευράς με τις ρυθμίσεις των προηγούμενων χρόνων, με αποτέλεσμα την ανωτέρω καταδικαστική απόφαση και την επιβολή προστίμου σε περίπτωση μη συμμόρφωσης. Το 2016 ο υπουργός Υγείας ανέλαβε πρωτοβουλίες προς επίλυση του προβλήματος, που όχι μόνο παραβιάζει το ευρωπαϊκό δίκαιο και τη νομολογία του ΔΕΕ, αλλά έχει αρνητικές επιπτώσεις στις συνθήκες εργασίας των γιατρών του ΕΣΥ, στους ασθενείς καθώς και στην εύρυθμη λειτουργία των υπηρεσιών υγείας.
Το υπουργείο Υγείας- σε συνεργασία με τις αρμόδιες υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής- κατέληξε στο Σχέδιο Νόμου για την οργάνωση του χρόνου εργασίας των γιατρών του ΕΣΥ το οποίο επιφέρει σημαντικές βελτιώσεις στην προαγωγή της υγείας και ασφάλειας των γιατρών. Ο σεβασμός του χρόνου εργασίας τους προφυλάσσει από τυχόν ανακύπτοντα προβλήματα υγείας που οφείλονται στην μακροχρόνια, πολύωρη παραμονή και παροχή υπηρεσιών υγείας σε ένα εργασιακό περιβάλλον έντασης εργασίας και στρες, ενώ παράλληλα τους θωρακίζει απέναντι στην πιθανότητα ιατρικού λάθους. Επιπροσθέτως η αναδιοργάνωση ωραρίου και ο ανασχεδιασμός του προγράμματος των εφημεριών δημιουργούν πολλαπλασιαστικά οφέλη που επιδρούν θετικά στην καλή λειτουργία των νοσοκομείων και των άλλων μονάδων υγείας και ενισχύουν τη βελτίωση του συστήματος.
Πιο συγκεκριμένα, με το Σχέδιο Νόμου καθιερώνεται κατά κανόνα ως βάση για την οργάνωση του χρόνου εργασίας η μέχρι 12 ώρες συνεχής εργασία με παρουσία στο χώρο εργασίας. Ως 12ωρη εργασία νοούνται: α) οι 7 ώρες του τακτικού πενθήμερου ωραρίου ακολουθούμενες από 5 ώρες ενεργής εφημερίας, β) οι 12 ώρες συνεχούς απασχόλησης τις καθημερινές κατά τις βραδινές και νυχτερινές ώρες με παρουσία στο χώρο εργασίας, γ) οι 12 ώρες συνεχούς απασχόλησης κατά το Σάββατο, Κυριακή ή Αργία με παρουσία στο χώρο εργασίας, δ) η συνεχής ή διακεκομμένη απασχόληση εντός του χώρου εργασίας και μετά από κλήση κατά τις εφημερίες ετοιμότητας η οποία δεν δύναται να υπερβαίνει συνολικά το μέγιστο όριο των 12 ωρών.
Προβλέπεται το ανώτατο όριο εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας των γιατρών το οποίο δεν μπορεί να ξεπερνά συνολικά τις 48 ώρες (τακτικό ωράριο συν ώρες εφημερίας) με περίοδο αναφοράς (μέσο όρο) τους τέσσερις μήνες. Το Σχέδιο Νόμου επιτρέπει παράλληλα τη χρήση της δυνατότητας «εθελούσιας εξαίρεσης» (opt-out) από το όριο των 48 ωρών εβδομαδιαίως, με ανώτατο όριο τις 60 ώρες εργασίας την εβδομάδα, εφόσον ο ιατρός συναινεί ρητά και ελεύθερα, και για μια μεταβατική περίοδο τριών ετών προκειμένου να διασφαλιστεί η επαρκής στελέχωση των δημόσιων υπηρεσιών υγείας και η αναμόρφωση των προγραμμάτων εφημερίας με βάση τις πραγματικές ανάγκες κάθε νοσοκομείου.
Ρυθμίζονται επίσης τα ζητήματα ανάπαυσης των ιατρών σε ημερήσια και εβδομαδιαία βάση. Η καθημερινή ημερήσια ανάπαυση των ιατρών είναι 12 συνεχόμενες ώρες ανά εικοσιτετράωρο, προβλέπεται διάλειμμα 15 λεπτών μετά από 6 συνεχόμενες ώρες εργασίας, ενώ η ελάχιστη περίοδος συνεχούς ανάπαυσης την εβδομάδα είναι 24 ώρες συν τις 12 ώρες ημερήσιας ανάπαυσης (36 ώρες), όταν πραγματοποιείται εφημερία Σαββάτου, Κυριακής ή Αργίας.
Διατηρείται η χορήγηση αντισταθμιστικού χρόνου ανάπαυσης (ρεπό) μετά από νυκτερινή εφημερία, αλλά παράλληλα χορηγείται ισοδύναμος αντισταθμιστικός χρόνος ανάπαυσης σε περιπτώσεις παραβίασης του χρόνου ημερήσιας και εβδομαδιαίας ανάπαυσης. Η ελληνική νομοθεσία προέβλεπε ότι η 24ωρη ανάπαυση που πρέπει να χορηγείται σε ιατρό μετά από κάθε ενεργό εφημερία μπορεί να μεταφερθεί έως και μία εβδομάδα από της ημέρας πραγματοποιήσεως της εφημερίας αυτής. Με το Σχέδιο Νόμου καταργείται πλέον αυτή η διάταξη και διασφαλίζεται ελάχιστος ημερήσιος χρόνος ανάπαυσης ή ισοδύναμη περίοδος αντισταθμιστικής αναπαύσεως που να διαδέχεται άμεσα τον χρόνο εργασίας τον οποίο η περίοδος αυτή θεωρείται ότι αντισταθμίζει, προκειμένου να αποτραπεί η κόπωση ή η εξάντληση του εργαζομένου λόγω της συσσωρεύσεως διαδοχικών περιόδων εργασίας.
Επισημαίνεται ότι εξακολουθούν να ισχύουν οι βασικοί κανόνες της οδηγίας:
· Τα όρια του χρόνου εργασίας (όχι άνω των 48 ωρών εβδομαδιαίως κατά μέσο όρο, συμπεριλαμβανομένων των τυχόν υπερωριών),
· ελάχιστες περίοδοι ημερήσιας και εβδομαδιαίας ανάπαυσης (τουλάχιστον ένδεκα συναπτών ωρών ημερησίως και τριανταπέντε ωρών συνεχούς εβδομαδιαίας ανάπαυσης),
· χρόνος διαλειμμάτων σε περίπτωση παρατεταμένης εργασίας,
· ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών (τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων ετησίως).
Σημειώνεται ότι η κυβέρνηση, με το άρθρο 55 του πολυνομοσχεδίου και την τελική πρόταση που κατέθεσε, εξασφάλισε, σε μια δύσκολη περίοδο, μια μικρή αλλά πολιτικά σημαντική ενίσχυση του εισοδήματος των γιατρών του ΕΣΥ και των αγροτικών γιατρών.
Η προβλεπόμενη αύξηση της ωραίας αποζημίωσης των εφημεριών είναι 6% (συνολικού ύψους 15 εκ. ευρώ) ενώ διασφαλίστηκε η ενσωμάτωση όλων των επιδομάτων (πλην του νοσοκομειακού) στο βασικό μισθό και επομένως η αύξηση, προοπτικά, των συντάξιμων αποδοχών καθώς και η ενίσχυση του επιδόματος νοσοκομειακής απασχόλησης όλων των βαθμίδων (επίσης συνολικού ύψους περίπου 15 εκ. ευρώ).
Συμπερασματικά, το εν λόγω Σχέδιο Νόμου:
– Εναρμονίζει την ιατρική νομοθεσία της χώρας με την οδηγία 2003/88/ΕΚ,
– απαλλάσσει τη χώρα από την επιβολή υψηλού χρηματικού προστίμου,
– καθορίζει τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας των ειδικευμένων και ειδικευομένων ιατρών του ΕΣΥ σχετικά με την οργάνωση του χρόνου εργασίας τους,
– διασφαλίζει το σεβασμό των εργασιακών δικαιωμάτων τους (ώρες εργασίες, ημερήσια και εβδομαδιαία ανάπαυση, ετήσια άδεια κ.ά.),
– διασφαλίζει την ασφαλή και ποιοτική φροντίδα των ασθενών,
– δεν θίγει τα εισοδήματα των ιατρών δεδομένου ότι ο ετήσιος προϋπολογισμός για τις εφημερίες των ιατρών όχι μόνο διατηρείται αλλά και ενισχύεται λόγω της αύξησης της ωριαίας αποζημίωσης ανά βαθμίδα που προβλέπει το πολυνομοσχέδιο της αξιολόγησης.