Τα κουνούπια είναι φορείς του παράσιτου της ελονοσίας και εξαπλώνουν την ασθένεια στους ανθρώπους μέσω των τσιμπημάτων τους. Οι ερευνητές του Τμήματος Επιστημών της Ζωής του Imperial College του Λονδίνου, με επικεφαλής τους βιολόγους Τόνι Νόλαν και Αντρέα Κρισάντι, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό βιοτεχνολογίας «Nature Biotechnology», τροποποίησαν για πρώτη φορά το κουνούπι «Anopheles gambiae», ένα είδος που ενδημεί στην υποσαχάρια Αφρική, όπου συμβαίνουν κάθε χρόνο οι περισσότεροι θάνατοι ανθρώπων λόγω ελονοσίας.
Η ελονοσία μολύνει πάνω από 200 εκατομμύρια ανθρώπους ετησίως και προκαλεί περισσότερους από 430.000 θανάτους. Το 90% των θανάτων συμβαίνουν στην υποσαχάρια Αφρική και κύριος ένοχος είναι το συγκεκριμένο είδος κουνουπιού-φορέα.
Τα μεταλλαγμένα κουνούπια συνεχίζουν να μολύνουν τους ανθρώπους με το παράσιτο της ελονοσίας. Όμως τα πειράματα σε κλωβούς έδειξαν ότι όταν αυτά τα στείρα κουνούπια διασταυρωθούν με κανονικά κουνούπια, μεταφέρουν σε πάνω από το 90% των απογόνων τους τα γονίδια της στειρότητας, με αποτέλεσμα να γίνονται και αυτοί στείροι.΄Ετσι, ελπίζεται ότι, μετά απο μερικές διαδοχικές γενεές, σχεδόν όλος ο πληθυσμός των κουνουπιών-φορέων σε μια περιοχή θα έχει εξαλειφθεί.
Πάντως οι ερευνητές δήλωσαν ότι θα χρειασθούν περαιτέρω δοκιμές ασφαλείας, προτού τα μεταλλαγμένα κουνούπια απελευθερωθούν στη φύση, κάτι που μπορεί να γίνει σε μια δεκαετία περίπου. Ένα ζήτημα προς διερεύνηση είναι κατά πόσο τα κουνούπια θα αναπτύξουν αντίσταση στη γενετική τροποποίησή τους, χωρίς να αποκλείεται ότι το παράσιτο της ελονοσίας σταδιακά θα αναζητήσει ένα άλλο έντομο-ξενιστή.
Από την άλλη όμως, κάποιοι επιστήμονες εκφράζουν φόβους μήπως η επιδιωκόμενη εξάλειψη των επικίνδυνων κουνουπιών φέρει τα πάνω-κάτω στα οικοσυστήματα και τελικά γυρίσει «μπούμερανγκ». Ο Νόλαν δήλωσε ότι δεν θα υπάρξει μεγάλη αναστάτωση στη φυσική ισορροπία των οικοσυστημάτων, επειδή δεν θα εξαλειφθούν όλα τα κουνούπια, αλλά μόνο αυτά που μεταφέρουν την ελονοσία. Υπάρχουν περίπου 3.400 διαφορετικά είδη κουνουπιών στον κόσμο και από αυτά τα 800 στην Αφρική.
Από το ΑΠΕ-ΜΠΕ