Ανδρέας Ξανθός από την Λευκωσία: Τεκμηριωμένη η συσχέτιση της φτωχοποίησης με την επιδείνωση της υγείας του πληθυσμού
Διαβάστε παρακάτω την εισήγηση του κ. Ξανθού:
Η Υγεία ως πρόταγμα ισότητας
Σύμφωνα με τον εμβληματικό ορισμό του ΠΟΥ , η διατήρηση και προαγωγή της Υγείας , η οποία αποτελεί ένα θεμελιώδες ανθρώπινο και κοινωνικό δικαίωμα, δεν είναι μόνο ζήτημα καλών υπηρεσιών περίθαλψης . Είναι υπόθεση διατομεακής και διεπιστημονικής προσέγγισης και συνολικού σχεδιασμού δημόσιων πολιτικών που παρεμβαίνουν προληπτικά και αποτρεπτικά στους κοινωνικούς προσδιοριστές της αρρώστιας και στους μείζονες παράγοντες κινδύνου. Αυτοί δεν είναι άλλοι από την ανεργία, την εργασιακή ανασφάλεια , τη φτωχοποίηση και τον κοινωνικό αποκλεισμό , την έλλειψη αξιοπρεπών συνθηκών στέγασης , διαβίωσης και υγιεινής , τα εργατικά ατυχήματα ,τα τροχαία δυστυχήματα , την περιβαλλοντική κρίση, το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο , την κακή διατροφή και την παχυσαρκία, την έλλειψη σωματικής άσκησης , την τοξικοεξάρτηση , το κάπνισμα , την κατάχρηση αλκοόλ κλπ.
Είναι απολύτως τεκμηριωμένη η συσχέτιση της κρίσης και της φτωχοποίησης της κοινωνίας με την επιδείνωση όλων των παραπάνω παραγόντων, άρα και με το επίπεδο υγείας του πληθυσμού. Με αυτή την έννοια , η Υγεία είναι μια ολιστική υπόθεση που υπερβαίνει την Ιατρική , τα Συστήματα Υγείας και τη θεραπεία της ασθένειας. Και φυσικά , είναι μια πολιτική υπόθεση , αφού προαπαιτεί ριζικές αλλαγές και μετασχηματισμούς στο οικονομικό και κοινωνικό πεδίο και κυρίως απαιτεί πολιτικές άρσης των ανισοτήτων και κοινωνικής αναδιανομής. Γιατί η Υγεία είναι πρωτίστως ένα πρόταγμα ισότητας .
Χρειάζεται λοιπόν ισχυρή πολιτική δέσμευση και βούληση για να βρεθεί η Υγεία στο επίκεντρο της κοινωνικής φροντίδας , για να αποτελέσει ένα κρίσιμο δείκτη βιώσιμης ανάπτυξης , κοινωνικής συνοχής και ευημερίας. Η επένδυση στην Υγεία είναι επένδυση στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια , στην κοινωνική σταθερότητα , στον περιορισμό της φτώχειας και των ανισοτήτων , στην ενδυνάμωση του Κοινωνικού Κράτους , του Κράτους Δικαίου και της Δημοκρατίας.
Στην Ελλάδα , έχοντας υποστεί τις αρνητικές κοινωνικές επιπτώσεις των νεοφιλελεύθερων επιλογών και των μέτρων λιτότητας , ιδιαίτερα στο χώρο της Δημόσιας Περίθαλψης και του Κοινωνικού Κράτους , και έχοντας το μεγαλύτερο ποσοστό πληθυσμού στην Ευρωζώνη σε κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού ( 35,6% το 2016) , κάναμε την πολιτική επιλογή να προωθήσουμε, στο ίδιο δημοσιονομικό πλαίσιο , ένα διαφορετικό πολιτικό σχέδιο στο χώρο της Υγείας . Με προτεραιότητα στην καθολική κάλυψη του πληθυσμού , στην «μεροληψία» υπέρ του δημόσιου συστήματος υγείας , στην θεσμική εξυγίανση και αναβαθμισμένη διακυβέρνηση του, στον περιορισμό της «παθητικής ιδιωτικοποίησης» του ΕΣΥ και της δυσβάστακτης οικονομικής επιβάρυνσης των πολιτών με ιδιωτικές πληρωμές, στην μεταρρύθμιση της ΠΦΥ με έμφαση στην πρόληψη , στην αγωγή υγείας και στη Δημόσια Υγεία , στην ανθρωποκεντρική φροντίδα και στα δικαιώματα των ασθενών. Αυτή κατά την άποψη μας είναι η πολιτική απάντηση στην κρίση του Συστήματος Υγείας , στις ανισότητες πρόσβασης , στην «υγειονομική φτώχεια» , αλλά και στο αίτημα των σύγχρονων κοινωνιών για υγειονομική ασφάλεια , ιδιαίτερα στη σημερινή εποχή της διακινδύνευσης και των πολλαπλών προκλήσεων (διατροφικά σκάνδαλα , επιδημίες , προσφυγικά-μεταναστευτικά ρεύματα , κλιματική αλλαγή, αντιεμβολιαστικό κίνημα κλπ). Θεωρούμε επίσης ότι η απάντηση στους κινδύνους και στις απειλές της σημερινής εποχής δεν μπορεί να είναι η «Ευρώπη φρούριο» , δεν μπορεί να είναι η ξενοφοβία, ο ρατσισμός, η επιστροφή στην Ευρώπη των εθνικισμών και της μισαλλοδοξίας. Επειδή ακριβώς δεν υπάρχουν «υγειονομικά σύνορα» και η διακινδύνευση στον τομέα της Υγείας μας αφορά όλους, η μόνη αποτελεσματική και βιώσιμη προοπτική είναι η ευρωπαϊκή και περιφερειακή συνεργασία , η ανταλλαγή πληροφορίας , γνώσης και καλών πρακτικών, η ετοιμότητα και η ανταποκρισιμότητα σε επείγουσες υγειονομικές απειλές , η κοινή στρατηγική απέναντι στη φαρμακοβιομηχανία , ακόμα και οι κοινές προμήθειες αγαθών ζωτικής σημασίας όπως τα «ορφανά φάρμακα» ή τα εμβόλια.
Στην Ελλάδα λοιπόν , παρά τους δημοσιονομικούς περιορισμούς και παρά τη μεγάλη απόσταση ανάμεσα στις ανάγκες και στους διαθέσιμους πόρους, ανακατανέμοντας δημόσιες δαπάνες και προωθώντας τη συνέργεια πόρων από τον κρατικό προϋπολογισμό και την κοινωνική ασφάλιση , καταφέραμε να εξασφαλίσουμε την καθολική , δωρεάν και ισότιμη πρόσβαση των ανασφάλιστων πολιτών στο ΕΣΥ, υλοποιώντας το στόχο του ΠΟΥ «να μη μείνει κανείς πίσω» . Καταφέραμε επίσης να στηρίξουμε και να σταθεροποιήσουμε το Εθνικό Σύστημα Υγείας , να ανοίξουμε ένα σταθερό μέτωπο απέναντι στα διαχρονικά προβλήματα της προκλητής ζήτησης, της σπατάλης και της διαφθοράς στο Σύστημα Υγείας , να διασφαλίσουμε την αξιόπιστη υγειονομική φροντίδα των χιλιάδων προσφύγων-μεταναστών , θωρακίζοντας υγειονομικά τη χώρα και μην επιτρέποντας να μετατραπεί το προσφυγικό σε πρόβλημα Δημόσιας Υγείας . Κυρίως όμως , καταφέραμε , με την πολύτιμη τεχνική υποστήριξη του ΠΟΥ Ευρώπης να προωθήσουμε αλλαγές και μεταρρυθμίσεις στο Σύστημα Υγείας που εκκρεμούσαν δεκαετίες και διασφαλίζουν την ποιότητα των υπηρεσιών και τη βιωσιμότητα του. Κορυφαία είναι η μεταρρύθμιση στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας , που οργανώνεται πλέον με βάση νέες αποκεντρωμένες δομές ( Τοπικές Μονάδες Υγείας) , τον οικογενειακό γιατρό και την ομάδα υγείας και με επίκεντρο την πρόληψη , την αγωγή υγείας και την κοινοτική φροντίδα . Ταυτόχρονα δρομολογούνται αλλαγές στο σύστημα προμηθειών με την κεντρικοποίηση και τη διαφανή διαχείριση τους , αλλά και στο χώρο του φαρμάκου , δίνοντας έμφαση στην αξιολόγηση της φαρμακευτικής καινοτομίας , στη διαπραγμάτευση προσιτών τιμών στα ακριβά φάρμακα και στην ορθολογική συνταγογράφηση με βάση διαγνωστικά και θεραπευτικά πρωτόκολλα , έχοντας ως αδιαπραγμάτευτο στόχο την εγγυημένη πρόσβαση των ασθενών στα αναγκαία φάρμακα και στις πραγματικά αποτελεσματικές θεραπείες που έχουν κλινικό όφελος και βελτιώνουν την ποιότητα και το προσδόκιμο ζωής των ασθενών.
Κρίσιμο ζήτημα είναι η στήριξη και ενδυνάμωση του ανθρώπινου δυναμικού του Συστήματος Υγείας , που είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της απόδοσης και της αποτελεσματικότητας του. Το brain drain , τα κενά στη στελέχωση των νοσοκομείων , ιδιαίτερα στην επαρχία και στις άγονες – νησιωτικές περιοχές , η αυξημένη ζήτηση υπηρεσιών από το ΕΣΥ λόγω της κρίσης και οι χαμηλές αποδοχές των γιατρών και του υπόλοιπου προσωπικού , έχουν δημιουργήσει περιβάλλον μεγάλης εργασιακής πίεσης και αυξημένου επιπολασμού του σ. burn out . Χρειάζεται συστηματική προσπάθεια και διατομεακή προσέγγιση ( Υγεία-Εκπαίδευση-Εργασία-Οικονομία) για να βελτιωθούν οι συνθήκες εργασίας και αμοιβής , να εξασφαλιστεί η συνεχιζόμενη εκπαίδευση του προσωπικού και η αξιολόγηση της ποιότητας των υπηρεσιών , να ενισχυθεί η απασχόληση και η σταθερή εργασία στο ΕΣΥ .
Είναι προφανές ότι για την ενδυνάμωση και βιωσιμότητα των Συστημάτων Υγείας είναι αναγκαίες οι διαρθρωτικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις , αλλά πανω απ’ όλα είναι αναγκαία η υπέρβαση της λιτότητας και των οικονομικών εμποδίων στην καθολική κάλυψη , στην ΠΦΥ και στη Δημόσια Υγεία . Για την ελληνική κυβέρνηση και το Υπουργείο Υγείας δεν υπάρχει δίλημμα «ναι ή όχι στις μεταρρυθμίσεις» στο χώρο της Υγείας . Το ερώτημα είναι με ποιο πολιτικό σχέδιο,με τι στόχο, με ποιο κοινωνικό πρόσημο, με ποιους πόρους; Με στόχο την καθολική κάλυψη και την ισότιμη φροντίδα μέσω ενός αξιόπιστου Δημόσιου Συστήματος Υγείας ή με προτεραιότητα στη λειτουργία της αγοράς και στη δημιουργία «ζωτικού χώρου» για την ιδιωτική επιχειρηματική δραστηριότητα ; Με κοινωνική «μεροληψία» υπέρ των αδύναμων ή με λογική αποδοχής και δικαιολόγησης των υγειονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων ; Mε αύξηση του «δημοσιονομικού χώρου» για Δημόσια Υγεία και Κοινωνικό Κράτoς ή με διαιώνιση των περικοπών στις δημόσιες δαπάνες και μετακύλιση του κόστους στον ασθενή ;