Η αντοχή των μικροβίων στα αντιβιοτικά αποτελεί πλέον μία από τις σημαντικότερες, διαχρονικές απειλές για τη Δημόσια Υγεία.
Στην αναφορά του, ο Ιατρικός Σύλλογος Αθηνών επισημαίνει ότι οι ανθεκτικές λοιμώξεις αποτελούν ένα μείζον πρόβλημα για τη δημόσια υγεία, ένα πρόβλημα που πολλές φορές έχει επισημανθεί και από την επιστημονική κοινότητα, χωρίς όμως η Πολιτεία να λαμβάνει κάποιο μέτρο για την αντιμετώπισή του.
«Εξακολουθούμε να διατηρούμε την πρώτη θέση μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών σε κατανάλωση αντιβιοτικών στην κοινότητα. Το ζήτημα δεν αφορά μόνο τον μεμονωμένο ασθενή, αφορά κυρίως τη Δημόσια Υγεία.
Μικρόβια που έτσι καθίστανται ανθεκτικά σε οποιαδήποτε φαρμακευτική αγωγή, έχουν αποικίσει τα ελληνικά νοσοκομεία και απειλούν τους ασθενείς που νοσηλεύονται» υποστηρίζουν οι γιατροί της Αθήνας, τονίζοντας πως κάποιοι επιτέλους πρέπει να λάβουν τα σωστά μέτρα, να ελέγχουν και τα τιμωρούν εκείνους που διαθέτουν φάρμακα χωρίς ιατρική συνταγή, εκθέτοντας τη δημόσια υγεία και την υγεία των πολιτών σε κίνδυνο.
Η κατάσταση στην Ελλάδα
Η χώρα μας συγκαταλέγεται στις χώρες με τα υψηλότερα επίπεδα μικροβιακής αντοχής κυρίως στο νοσοκομειακό χώρο και για συγκεκριμένα είδη μικροβίων, όπως είναι τα ανθεκτικά στις καρβαπενέμες Gram αρνητικά παθογόνα.
Η μη ορθή και ανεύθυνη χρήση των αντιβιοτικών δημιουργεί όλες εκείνες τις συνθήκες για την περαιτέρω ανάπτυξη της αντοχής των μικροβίων στα ήδη περιορισμένα αντιβιοτικά που διαθέτουμε για τη θεραπεία σοβαρών λοιμώξεων που προκαλούνται από αυτά.
Όσον αφορά την κοινότητα, τα κυριότερα παθογόνα, η αντοχή των οποίων στα βασικά αντιβιοτικά είναι σημαντική, αποτελούν ο πνευμονιόκοκκος και το κολοβακτηρίδιο. Βασικές κατηγορίες αντιβιοτικών, όπως η πενικιλλίνη και οι μακρολίδες, λόγω της σημαντικής αντοχής δεν επιτρέπουν τη χρήση των φαρμάκων αυτών ως μονοθεραπεία σε σοβαρές λοιμώξεις όπως είναι η πνευμονία της κοινότητας.
Μελέτη για το E.coli
Για την E.coli συγκριτικά στοιχεία πολυκεντρικής μελέτης αναδεικνύουν από το 2005 έως το 2012 σημαντική αύξηση της αντοχής στις κινολόνες, για στελέχη που προκαλούν ανεπίπλεκτη κυστίτιδα, καθώς και για το σύνολο των στελεχών που απομονώθηκαν από ασθενείς με ουρολοίμωξη κοινότητας.
Σε δημοσκόπηση (Νοέμβριος 2015) που πραγματοποιήθηκε από το ΚΕΕΛΠΝΟ με την συμβολή της Kapa Research, αναδεικνύονται τα ακόλουθα ενδιαφέροντα συμπεράσματα αναφορικά με την κατανάλωση των αντιβιοτικών στην κοινότητα, σε σύγκριση και με αντίστοιχη δημοσκόπηση του Νοεμβρίου 2014:
Ένας στους δυο ενήλικες άνω των 18 ετών έχει πάρει κάποιο αντιβιοτικό τον τελευταίο χρόνο.
Το ποσοστό αυτό παραμένει σταθερό τα τελευταία χρόνια. Οι κυριότερες αιτίες λήψης αντιβιοτικού είναι σταθερά οι λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού, κυρίως ο πυρετός, ο πονόλαιμος, η ιγμορίτιδα και η παρουσία ακροαστικών. Το ποσοστό των παιδιών κάτω των 18 που πήρε αντιβιοτικά τον τελευταίο χρόνο, όπως δηλώνεται από την οικογένειά τους, είναι 72,4% (3 στα 4 παιδιά) και είναι αυξημένο σε σχέση με πέρυσι (60%).
Χωρίς ιατρική συνταγή
Ένας στους τέσσερις που πήρε αντιβιοτικό τo 2014 το πήρε χωρίς ιατρική συνταγή, είτε αγοράζοντάς το είτε έχοντας στο σπίτι από πριν. Το ποσοστό αυτό μειώνεται στο 19% το 2015, ελάττωση που είναι στατιστικά σημαντική και οφείλεται στη μείωση της αγοράς αντιβιοτικού χωρίς συνταγή (OTC). Όσον αφορά το ποσοστό που το 2014 προσκόμιζε συνταγή στο φαρμακοποιό εκ των υστέρων (6%), το ποσοστό αυτό αυξήθηκε σημαντικά το 2015 σε 9,2% .
Συγχρόνως, 35% των ερωτηθέντων έχει στο σπίτι ανά πάσα στιγμή αντιβιοτικό για ώρα ανάγκης.
Οι αριθμοί αυτοί είναι σταθεροί σε σχέση με το 2013 και το 2014.
Το ενθαρρυντικό και αυξημένο σε σχέση με το παρελθόν ποσοστό 45% που το 2013 και 2014 δήλωνε ότι δε θα πάρει αντιβιοτικά στο επόμενο επεισόδιο κρυολογήματος ή γρίπης μειώνεται σε 39% το 2015, γεγονός που φαίνεται να συσχετίζεται με την καταγραφείσα αύξηση της συνταγογραφούμενης χρήσης αντιβιοτικών.