Αυτή η αδυναμία που δείχνουν οι ιατροδικαστές, σύμφωνα με τη μελέτη, μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις τόσο για τις οικογένειες των θανόντων, όσο και για την πρόληψη μελλοντικών θανάτων που θα μπορούσαν να αποφευχθούν. Οι ερευνητές τονίζουν ότι το ζήτημα της έλλειψης ομοφωνίας μεταξύ των ιατροδικαστών πρέπει πλέον να ληφθεί πιο σοβαρά υπόψη.
Σχεδόν ένας στους δύο θανάτους διεθνώς περνάει από το τραπέζι των ιατροδικαστών, οι οποίοι καλούνται να αποφανθούν για τα αίτια του θανάτου, ιδίως για περιπτώσεις που πιθανολογείται ότι ο θάνατος ήταν βίαιος, αφύσικος ή άγνωστης αιτιολογίας.
Ο δρ Μάξγουελ ΜακΛιν του Πανεπιστημίου του Χάντερσφιλντ, που έκανε τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό κλινικής παθολογίας «Journal of Clinical Pathology», κάλεσε τους έμπειρους ιατροδικαστές της Αγγλίας και της Ουαλίας να συμμετάσχουν σε ένα πείραμα μέσω διαδικτύου.
Οι ιατροδικαστές έπρεπε να εξετάσουν ένα περισταστικό θανάτου και να αποφανθούν αν προήλθε από επιπλοκές μετά από χειρουργική επέμβαση (σενάριο 1), από συνδυασμό τραύματος και αρρώστιας (σενάριο 2) ή από λοιμώδη νόσο (σενάριο 3). Σε όλους τους ιατροδικαστές δόθηκαν οι ίδιες πληροφορίες για το θάνατο.
Οι 35 ιατροδικαστές που εξέτασαν τα στοιχεία (χωρίς νεκροψία όμως), εμφάνισαν μεγάλες διαφορές στις εκτιμήσεις τους, ενώ μερικοί είπαν ότι τα στοιχεία ήσαν ανεπαρκή για να σχηματίσουν γνώμη. Σε κάποιες περιπτώσεις εξέφρασαν τελείως αντίθετες γνώμες.
Οι διαφορές, σύμφωνα με τη μελέτη, φαίνεται να πηγάζουν από τον υποκειμενικό και άρα διαφορετικό τρόπο που κάθε ιατροδικαστής ερμηνεύει τα γεγονότα.
Από το ΑΠΕ-ΜΠΕ