Ερευνητές του Πανεπιστημίου UCLA πιστεύουν ότι η χρήση βιοδεικτών αίματος θα μπορούσε να αποβεί καθοριστικής σημασίας για την έγκαιρη διάγνωση της νόσου, παρέχοντας μια μη επεμβατική, ασφαλή, οικονομική και προσιτή διαγνωστική μέθοδο για μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες ή αγροτικές περιοχές. Ο αντίκτυπος στην κλινική φροντίδα αλλά και τις κλινικές δοκιμές θα ήταν τεράστιος, λέει χαρακτηριστικά η επικεφαλής του νευροαπεικονιστικού εργαστηρίου του Κέντρου Ερευνών της Νόσου Αλτσχάϊμερ Mary S. Easton στο UCLA Δρ. Λιάνα Αποστόλοβα η οποία και συμμετείχε στην σχετική μελέτη.
Η ύπαρξη της νόσου επιβεβαιώνεται με ακρίβεια μόνο με την εξέταση του εγκεφαλικού ιστού μετά τον θάνατο. Ενόσω ο ασθενής είναι εν ζωή, οι γιατροί βασίζονται σε βιοδείκτες καθώς και σε νοητικά συμπτώματα όπως είναι η απώλεια μνήμης. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης που δημοσιεύθηκαν στην επιθεώρηση Neurology, οι ερευνητές του UCLA ανέπτυξαν μια μέθοδο για την πρόβλεψη της παρουσίας της αμυλοείδωσης στο εγκέφαλο –της συσσώρευσης β-αμυλοειδών πρωτεϊνών– αλλά και αρκετών άλλων πρωτεϊνών που είναι γνωστό ότι σχετίζονται με την νόσο, παράλληλα με πληροφορίες που συλλέγονται κλινικώς από άτομα που ενδεχομένως πάσχουν από αυτήν, όπως αποτελέσματα τεστ μνήμης και μαγνητικές τομογραφίες.
Χρησιμοποιώντας δείγματα αίματος και άλλα δεδομένα από ασθενείς με ήπια γνωστική αναπηρία λόγω της ασθλενειας μέσω της Πρωτοβουλίας Νευροαπεικόνησης της Νόσου Αλτσχάϊμερ (Alzheimer's Disease Neuroimaging Initiative) μια συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα που ξεκίνησε το 2004, οι ερευνητές διεπίστωσαν ότι η μέθοδός τους θα μπορούσε να προβλέψει την συσσώρευση αμυλοειδών σχηματισμών στον εγκέφαλο με μέτρια ακρίβεια. Ωστόσο, επισημαίνουν, αυτό είναι ένα βήμα προς την σωστή κατεύθυνση στην αντιμετώπιση της νόσου που στις Ηνωμένες Πολιτείες αποτελεί την έκτη αιτία θανάτου.