Το Μονομελές Πρωτοδικείου Αθηνών με την απόφασή (1009/2017) υιοθετεί το σκεπτικό του Ελεγκτικού Συνεδρίου και αποφασίζει ότι «πρέπει να εφαρμοσθούν για τους γιατρούς του ΕΣΥ και ΠΕΔΥ οι μισθολογικές διατάξεις του Ν. 3205/2003, χωρίς τις αντισυνταγματικές περικοπές που επεβλήθησαν με το νόμο 4093/2012″.
Δηλαδή το Πρωτοδικείο Αθηνών έκρινε ότι οι μεν αποδοχές που πρέπει να καταβάλλονται στους γιατρούς του ΠΕΔΥ είναι ίσες των μισθών των γιατρών του ΕΣΥ χωρίς τις περικοπές του νόμου 4093/2012, οι οποίες ήταν αντισυνταγματικές, και επίσης ότι ο υπολογισμός του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας (χρονοεπίδομα) ήταν μη νόμιμος.
Οφείλονται ως εκ τούτου αναδρομικά ποσά από το 2015 ύψους άνω των 30.000 ευρώ για τον κάθε γιατρό που έχει προσφύγει ενώ επίσης αποφασίστηκε ότι έπρεπε όλοι οι γιατροί πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης να λαμβάνουν το μισθό των ιατρών ΕΣΥ από 18.11.2014, και όχι από τη χρονική στιγμή της καθυστερημένης ένταξής τους στο ΠΕΔΥ.
Οι προσφεύγοντες στα δικαστήρια είναι γιατροί του ΕΟΠΥΥ (πρώην ΙΚΑ) με σύμβαση πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης αορίστου χρόνου ιδιωτικού δικαίου και μεταφέρθηκαν με το νόμο 4238/2014 σε θέσεις που συστάθηκαν στα ΔΥΠΕ της χώρας με την ίδια εργασιακή σχέση. Σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου 4238/2014 έπρεπε εντός 8 μηνών από την ολοκλήρωση της μεταφορά τους να αξιολογηθούν και να καταταχτούν σε θέσεις κλάδων ιατρών του ΕΣΥ. Το Πρωτοδικείο Αθηνών αποφάσισε ότι από την 18η Νοεμβρίου 2014 έπρεπε να εφαρμοσθούν για τους γιατρούς αυτούς «οι μισθολογικές διατάξεις του νόμου 3205/2003 για τους γιατρούς του ΕΣΥ, βάσει της διάταξης του άρθρου 21 παράγραφος 2 του νόμου 4238/2014, χωρίς όμως τις αντισυνταγματικές περικοπές που επιβληθήκαν με το νόμο 4093/2012».
Τέλος, το Πρωτοδικείο αναγνώρισε ότι για τον υπολογισμό των αποδοχών και των επιδομάτων των γιατρών αυτών, μετά το Νοέμβριο του 2014 «πρέπει να εφαρμοστούν στο σύνολό τους ο διατάξεις του νόμου 3205/2003, χωρίς όμως τις αντισυνταγματικές τροποποιήσεις και μειώσεις του νόμου 4093/2012».