Iatropedia

Δίκτυο Υγειονομικών Νέας Αριστεράς: Νέα κυβερνητική «κοροϊδία» ο προσωπικός γιατρός

Σκληρή κριτική στο νέο νομοσχέδιο για την αναδιαμόρφωση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ) που βρίσκεται σε δημόσια διαβούλευση στη Βουλή, ασκεί το Δίκτυο Υγειονομικών της Νέας Αριστεράς.

Όπως λένε οι εκπρόσωποι του φορέα υγειονομικών της Νέας Αριστεράς, το Υπουργείο Υγείας ο θεσμός του Προσωπικού Γιατρού, ο οποίος περιλαμβάνεται στο νέο νομοσχέδιο, συνοδεύτηκε «από τις γνωστές κυβερνητικές μεγαλοστομίες για τη «μεγάλη μεταρρύθμιση» που θ’ αλλάξει το σύστημα υγείας».

Ωστόσο, η πραγματικότητα τους διέψευσε, όπως λένε: «Παρότι τυπικά έχουν εγγραφεί στο σύστημα του προσωπικού γιατρού το 50% περίπου των πολιτών (οι περισσότεροι υπό την απειλή της αυξημένης συμμετοχής στο κόστος εξετάσεων και φαρμάκων), στην πράξη δεν έχει αλλάξει τίποτα στη λειτουργία του συστήματος και στη διαχείριση των ασθενών. Γιατί πολύ απλά οι πολίτες έχουν δηλώσει ένα διαθέσιμο προσωπικό γιατρό, συνήθως μιας δημόσιας δομής ΠΦΥ (Κέντρο Υγείας ή Περιφερειακό Ιατρείο) και ο οποίος σχεδόν πάντα είναι πολύ μακριά από την περιοχή που ζουν και εργάζονται. Άρα, με δεδομένη την πλήρη αποδιοργάνωση του ΕΣΥ, οι πολίτες συνεχίζουν να πληρώνουν από την τσέπη τους για όλες σχεδόν τις πρωτοβάθμιες υπηρεσίες υγείας», τονίζουν.

Ο προσωπικός γιατρός παραμένει … «στα χαρτιά», σύμφωνα με τη Νέα Αριστερά, καθώς δεν έχει καμιά προσωπική σχέση με τον ασθενή και δεν αποτελεί σημείο «πρώτης πρόσβασης του πολίτη με το σύστημα υγείας», ούτε πολύ περισσότερο «σύμβουλο υγείας» του, όπως αναφέρουν.

«Το χειρότερο όμως είναι ότι «αναγόρευσαν» σε προσωπικούς γιατρούς τους γιατρούς 10 παθολογικών ειδικοτήτων (μεταξύ των οποίων αιματολογίας, γαστρεντερολογίας, νευρολογίας και παθολογικής ογκολογίας), οι οποίοι δεν έχουν την παραμικρή σχέση με την γενική-οικογενειακή ιατρική και την κοινοτική φροντίδα», λένε οι εκπρόσωποι της Νέας Αριστεράς, αν και οι εμπλοκή γιατρών άλλων ειδικοτήτων δεν ισχύει πλέον.

Προσωπικός γιατρός … στα χαρτιά!

Με το νέο νομοσχέδιο η κοροϊδία απογειώνεται, λένε οι γιατροί, καθώς το Υπουργείο Υγείας «βαφτίζει» προσωπικούς γιατρούς τους αγροτικούς γιατρούς και τους ειδικευόμενους γενικής ιατρικής, και «διατυμπανίζει ως μεγάλη αναβάθμιση το ότι θεσπίζεται πλέον και προσωπικός παιδίατρος, μια ειδικότητα που η ίδια η κυβέρνηση επέλεξε να μην συμπεριλάβει εξ’ αρχής στο θεσμό του προσωπικού γιατρού. Ούτε έτσι όμως θα βελτιωθεί η δημόσια παιδιατρική φροντίδα, αφού υπάρχουν πολύ λίγοι παιδίατροι στις πρωτοβάθμιες δομές του ΕΣΥ και οι συμβεβλημένοι με τον ΕΟΠΥΥ είναι ελάχιστοι. Με άλλα λόγια οι γονείς θα συνεχίσουν να απευθύνονται σε ιδιώτες παιδιάτρους και να επιβαρύνονται οικονομικά για την παρακολούθηση των παιδιών τους».

Σύμφωνα πάντα με την ίδια ανακοίνωση η μεταρρύθμιση της Πρωτοβάθμιας Υγείας συνιστούσε πραγματικά «αλλαγή παραδείγματος» στη φροντίδα υγείας και ήταν βασισμένη στον οικογενειακό γιατρό (αυτός είναι ο διεθνώς αποδεκτός όρος), στη διεπιστημονική ομάδα υγείας και στις τομεοποιημένες υπηρεσίες μέσω των τοπικών Μονάδων Υγείας (ΤΟΜΥ).

Ωστόσο, «η κυβέρνηση Μητσοτάκη ακύρωσε για λόγους νεοφιλελεύθερης ιδεοληψίας ένα σχεδιασμό για την ΠΦΥ που είχε προχωρήσει (σε περίοδο λιτότητας δημιουργήθηκαν 127 ΤΟΜΥ και προσλήφθηκαν 1100 γιατροί και λοιποί επαγγελματίες υγείας στην ΠΦΥ ), είχε αξιολογηθεί θετικά από την ΕΕ, τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας και τον εξυπηρετούμενο πληθυσμό (ενηλίκων και παιδιών). Δεν τόλμησε βέβαια εν μέσω πανδημίας να κλείσει τις ΤΟΜΥ, αλλά τις εγκατέλειψε, δεν έκανε καμιά νέα πρόσληψη, δεν άνοιξε ούτε μία νέα δομή και περιμένει να ολοκληρωθεί η ευρωπαϊκή χρηματοδότηση για να βάλει το οριστικό «λουκέτο». Ούτε καν τις Ακαδημαϊκές Μονάδες ΠΦΥ που είχαν επίσης θεσμοθετηθεί δεν στήριξε, αλλά περίμενε 5 χρόνια για να θριαμβολογήσει ότι θα αναπτύξει 7 Πανεπιστημιακά Κέντρα Υγείας, που θα συμβάλλουν στην εκπαίδευση, στην τηλεϊατρική, στη βελτίωση των δεικτών υγείας στα νησιά κλπ !»

Πλέον οι πολίτες γνωρίζουν πως μόνο αν διαθέτουν χρήματα μπορούν να έχουν αξιοπρεπή ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, υποστηρίζουν οι Υγειονομικοί της Νέας Αριστεράς, οι οποίοι ζητούν το θέμα της Πρωτοβάθμιας «να γίνει υπόθεση συστηματικής διεκδίκησης από υγειονομικούς και πολίτες, αλλά και στρατηγική προτεραιότητα ενός αξιόπιστου εναλλακτικού σχεδίου για τη διάσωση και αναδιοργάνωση του ΕΣΥ».