Iatropedia

Δηλητήριο αράχνης κατά του χρόνιου πόνου!

Αυστραλοί ερευνητές ανακάλυψαν ότι το δηλητήριο αράχνης θα μπορούσε να αποβεί… θεραπευτικό, αντιμετωπίζοντας από μυϊκή δυστροφία έως χρόνιο πόνο.

Από μικροί μαθαίνουμε να αποφεύγουμε επιμελώς συναντήσεις με φίδια και αράχνες και έχουμε κάθε καλό λόγο γι’ αυτό! Όμως οι επιστήμονες το βλέπουν αλλιώς: μετά τα ιοβόλα ερπετά –που ευθύνονται για πολλά από τα φάρμακα που χρησιμοποιούμε– τώρα υποστηρίζουν ότι ορισμένα είδη αράχνης κρατούν το μυστικό για την δημιουργία μιας νέας γενιάς ισχυρών παυσίπονων. Ερευνητές από το Ινστιτούτο Μοριακής Βιολογίας του Πανεπιστημίου της Κουήνσλαντ εντόπισαν επτά στοιχεία στο δηλητήριο αράχνης τα οποία όπως φαίνεται έχουν την δυνατότητα να μπλοκάρουν ορισμένες «οδούς» (channels) απ’ όπου περνούν σήματα που συνδέονται με τον πόνο και τις φλεγμονές στους ανθρώπους.

Η ανάλυση του δηλητηρίου 206 διαφορετικών ειδών έδειξε ότι το 40% περιείχε τουλάχιστον ένα στοιχείο ικανό να μπλοκάρει τα συγκεκριμένα «κανάλια». Σύμφωνα με τον καθηγητή Γκλεν Κινγκ, ένα στοιχείο ειδικά βρέθηκε πως μπορεί να αναστέλλει την λειτουργία των «καναλιών» Nav1.7, ανακάλυψη ιδιαίτερα σημαντική αφού προηγούμενες έρευνες έδειξαν πως όταν αυτά λείπουν σε ανθρώπους εξαιτίας κάποιας φυσικής γενετικής μετάλλαξης, αυτοί είναι αδιάφοροι στον πόνο. Μπλοκάροντας τα Nav1.7 σε κανονικούς ανθρώπους, μπλοκάρεται και ο πόνος, εξηγεί. Το εν λόγω στοιχείο είναι και το πλέον υποσχόμενο από τα 7 που εντοπίσθηκαν για την ανάπτυξη ενός νέου φαρμάκου.

Ωστόσο, η «φυσική προσέγγιση» στην αντιμετώπιση του χρονίου πόνου που ταλαιπωρεί έναν στους πέντε ανθρώπους διεθνώς, δεν είναι τόσο απλή. Υπάρχουν κάπου 45.000 είδη αραχνών στον κόσμο, τα οποία πολλά διαθέτουν δηλητήριο αποτελούμενο από εκατοντάδες χιλιάδες μόρια πρωτεΐνης. Από αυτά, ορισμένα μόνο μπορούν να μπλοκάρουν την νευρική δραστηριότητα. Μια συντηρητική εκτίμηση υπολογίζει τα χρήσιμα για φαρμακευτική χρήση πεπτίδια δηλητηρίου αράχνης σε 9.000.000 και σήμερα οι επιστήμονες έχουν καταφέρει να αναλύσουν μόλις το 0,01% λέει χαρακτηριστικά η Δρ. Τζούλι Κ. Κλιντ που συμμετείχε στην έρευνα. Ως εκ τούτου, οι κλινικές έρευνες σε ανθρώπους δεν θα πρέπει να αναμένονται σύντομα αλλά οι επιστήμονες ακολουθούν ήδη το νήμα.

Αλέξανδρος Θεολόγου