Το νέο βιοαπορροφήσιμο stent ενδείκνυται για ασθενείς που πάσχουν από επιμήκεις στενώσεις των στεφανιαίων αρτηριών ειδικά στην πρόσθια κεντρική αρτηρία. Αποτελεί ελπιδοφόρα εξέλιξη ειδικά για νέους ανθρώπους, οι οποίοι θα χρειασθούν αρκετές επαναληπτικές επεμβάσεις στα αγγεία, λόγω εξέλιξης της στεφανιαίας νόσου. Ενδεικτικά, ο ασθενής που έλαβε το πρώτο stent δεύτερης γενιάς στο Διαβαλκανικό, αντιμετώπιζε πρόβλημα στεφανιαίας νόσου από τα 35 του.
Όπως σημειώνει ο Δρ. Λ. Καραγκούνης, «το συγκριτικό πλεονέκτημα των stent δεύτερης γενιάς, έγκειται στο γεγονός ότι ο βαθμός δυσκολίας εμφύτευσης είναι μικρότερος και ο βαθμός απορρόφησης από τον οργανισμό, ταχύτερος. Πρόκειται για μία σημαντική εξέλιξη στην επεμβατική καρδιολογία. Τα προγενέστερα μεταλλικά stent, επειδή παραμένουν μόνιμα εμφυτευμένα στο τοίχωμα του αγγείου, περιορίζουν σημαντικά μελλοντικές θεραπευτικές επιλογές, όπως η αορτοστεφανιαία παράκαμψη στην περιοχή εμφύτευσής του. Επίσης, στο τοίχωμα του αγγείου μπορεί να δημιουργηθεί ουλή λόγω φλεγμονώδους αντίδρασης στην παρουσία του μεταλλικού stent».
Τα νέα βιοαπορροφήσιμα stent μετά την εμφύτευσή τους απελευθερώνουν τοπικά φαρμακευτική ουσία που εμποδίζει την επαναστένωση. Σε διάστημα δύο ετών, αποκαθιστούν την αγγειακή λειτουργία και αποδομούνται πλήρως. Η ασφάλειά και η αποτελεσματικότητά τους, έχει αποδειχθεί με μεγάλες τυχαιοποιημένες μελέτες.