Ο υπουργός επισήμανε επίσης τη σημαντική ώθηση που μπορούν να λάβουν οι εξαγωγές ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας μέσω του ιατρικού και ιαματικού τουρισμού, με το εκτιμώμενο οικονομικό όφελος να μπορεί να υπερβεί το μισό δισ. ευρώ, εφόσον επιτευχθεί μία ετήσια προσέλευση 100.000 ασθενών. Και στάθηκε στην ανάγκη να υπάρξει ένα σταθερό πλαίσιο συνεργασίας με καθαρούς όρους και ορίζοντα τετραετίας για τον κλάδο του φαρμάκου και ότι η κυβέρνηση επιδιώκει τη δέσμευση εκ μέρους των πολυεθνικών ότι τα επόμενα τέσσερα χρόνια θα διενεργηθούν στην χώρα μας κλινικές μελέτες που θα αποφέρουν τουλάχιστον 1 δισ. ευρώ.
«Ο θεματικός τουρισμός αποτελεί προτεραιότητα στην εθνική τουριστική πολιτική και η ανάπτυξη του τουρισμού υγείας και ευεξίας είναι μία μορφή τουρισμού με σημαντικές οικονομικές και αναπτυξιακές προεκτάσεις», τόνισε η υπουργός Τουρισμού κατά την ομιλία της, κα Έλενα Κουντουρά. Η κ. Κουντουρά, ανακοίνωσε ότι το υπουργείο δρομολογεί νομοθετικό πλαίσιο που συνδέει τον τομέα υγείας με τον τουρισμό έτσι ώστε να καλυφθούν κενά και ελλείψεις από το παρελθόν.
Ο τομεάρχης Υγείας της Ν.Δ. , Βασίλης Οικονόμου, σημείωσε ότι ετοιμάζεται τώρα το σχέδιο για την πρωτοβάθμια υγεία, όπου δεν υπάρχει πουθενά ο ιδιωτικός τομέας. «Δεν μπορούμε να μιλάμε για σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα όταν ο ιδιωτικός τομέας συντρίβεται με αυτήν την κυβέρνηση».
Στο κομμάτι του ιατρικού τουρισμού τόνισε 6 σημεία: 1) να αξιοποιήσουμε τα τριτοβάθμια νοσοκομεία της χώρας και του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, 2 Αποκαταστατικός τουρισμός και ιατρικός τουρισμός σε συνεργασία με κέντρα αποκατάστασης με ξενώνες και ξενοδοχεία, 3) Ιατρικός τουρισμός εξωσωματικής και υποβοηθούμενης γονιμοποίησης σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα και Κρήτη. 4) Ξενοδοχεία και ξενώνες συνεργαζόμενα με κέντρα αιμοκάθαρσης στην Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Κρήτη και Ρόδο. 5) Οι λουτροπόλεις, τα κέντρα αποκατάστασης στα οποία θέλουμε να απευθυνθούμε ειδικά στον τουρισμό ομάδων ειδικών κατηγοριών και 6) οφθαλμολογική, δερματολογική, αισθητική και πλαστική χειρουργική.
Τα νέα μέτρα για την φαρμακευτική πολιτική μέσω της ψήφισης του τελευταίου πολυνομοσχεδίου, ενώ σαν γενική λογική βρίσκονται προς τη σωστή κατεύθυνση, από την άλλη χρήζουν σημαντική επανεξέτασης και εξορθολογισμού, ανέφερε ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας Janssen κ. Μάκης Παπαταξιάρχης. Την ίδια στιγμή ήταν επικριτικός όσον αφορά στον «μαθηματικό» τρόπο που επιβάλλονται αναγκαστικές εκπτώσεις (rebate) από τη φαρμακοβιομηχανία αλλά και τη θεσμοθέτηση του ιδιαίτερα επιβαρυντικού clawback. Μάλιστα το νέο ενοποιημένο rebate εκτιμάται ότι θα επιβαρύνει με επιπλέον 100-140 εκατ. ευρώ τις εταιρείες, ενώ το rebate για την εισαγωγή ενός νέου φαρμάκου από 5% πενταπλασιάστηκε στο 25%. Υπό αυτό το πρίσμα, η βιομηχανία φαρμάκου, εγχώρια και μη, η οποία αντανακλά το 3,5% του ΑΕΠ διακυβεύεται καθώς καλείται να επιστρέψει το 60% της αξίας της, ανέφερε ο κ. Παπαταξιάρχης και επίσης ανέφερε ότι δεν υπάρχουν κίνητρα για κλινικές μελέτες, με ένα μεγάλο ποσοστό από τις σχετικές επενδύσεις να επιστρέφει στο ελληνικό δημόσιο .
Τον έντονο προβληματισμό του για τον κλάδο των ΜΥΣΥΦΑ με βάση τα όσα αναφέρονται, στην τελευταία Υπουργική Απόφαση περιέγραψε ο κ. Βασίλης Σερέτης, πρόεδρος, Σύνδεσμος Εταιρειών Φαρμάκων Ευρείας Χρήσης (ΕΦΕΧ), υποστηρίζοντας ότι δεν κάνουμε στην Ελλάδα τα αυτονόητα. Όπως είπε, είναι γνωστό ότι για «κάθε δολάριο που επενδύεται στην αυτοφροντίδα και την αυτοθεραπεία επιστρέφει στην κοινωνία 6 δολάρια».
Αναπτύσσοντας τον τομέα των κλινικών μελετών, ο αντιπρόεδρος του ΣΦΕΕ , κ. Σπύρος Φιλιώτης ανέφερε ότι κάθε νέο φάρμακο που έρχεται αποτελεί καθαρή αναπτυξιακή προοπτική και υπεραξία. Μεταξύ των σημαντικότερων ωφελειών, των μελετών είναι και το γεγονός ότι η χώρα μας λαμβάνει δωρεάν υπηρεσίες και φάρμακα και απολαμβάνει άνω του 100% προστιθέμενη αξία. Απαιτείται να αποκτήσουμε ταχύτητα στη διαδικασία των εγκρίσεων για να γίνουμε ανταγωνιστικοί.
Ο πρόεδρος του Πανελλήνιου Φαρμακευτικού Συλλόγου, Κωνσταντίνος Λουράντος, επεσήμανε ότι πέρα από τις επιβολές της «τρόικας» στη χώρα λειτουργεί και μια… εσωτερική τρόικα. Έθεσε ως ερωτηματικό για το «αν οι αλυσίδες φαρμακείων δεν είναι ανάπτυξη και αν θα έχουμε περισσότερες θέσεις εργασίας» και τόνισε ακόμη ότι «Τα γενόσημα πολεμήθηκαν από όλους πλην των φαρμακοποιών» .
Στην αναγκαιότητα να υπάρξουν οι απαραίτητες νομοθετικές πρωτοβουλίες και να δημιουργηθούν τα απαραίτητα εργαλεία προκειμένου η υγεία να αποτελέσει ουσιαστικό μοχλό στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, αναφέρθηκε ο πρόεδρος του ΙΣΑ και της ΚΕΔΕ Γ. Πατούλης. Επισήμανε ότι οι σταθερές βάσεις συνεργασίας μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου τομέα μπορούν να δημιουργήσουν εκείνες τις προοπτικές που θα ωθήσουν σε νέες αναπτυξιακές δραστηριότητες. Ως ενδεικτικό παράδειγμα ανέφερε τον τουρισμό Υγείας, όπου σε παγκόσμιο επίπεδο γίνεται τζίρος κάθε χρόνο περίπου 50 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Στην κατάρρευση του συστήματος υγείας λόγω της μείωσης των προϋπολογισμών , αναφέρθηκε ο κ. Γρηγόρης Σαραφιανός, πρόεδρος, Πανελλήνια Ένωση Ιδιωτικών Κλινικών (ΠΕΙΚ), Μέλος ΔΣ, Ευρωπαϊκή Ένωση Ιδιωτικών Νοσοκομείων (UEHP). Ανέφερε ότι η χώρα μας αν και ανήκει στην ΕΕ έχει χαρακτηριστικά αναδυόμενης αγοράς, και επίσης σχολίασε το δραματικό αντίκτυπο του clawback που επιβαρύνει τις κλινικές σε ποσοστό μεταξύ 48%-96%».
Ο κ. Γιώργος Ι. Στάθης, πρόεδρος από την Ελληνική Εταιρεία Management Υπηρεσιών Υγείας (ΕΕΜΥΥ), τόνισε ότι σ’ ένα δυσμενές περιβάλλον με περιορισμό των δαπανών είναι αλήθεια ότι σε πολλές χώρες παρατηρείται μια μετακίνηση και σύμπραξη του ιδιωτικού με το δημόσιο τομέα. Επεσήμανε ότι «Το Δημόσιο δεν έχει κεφάλαια για να αναπτυχθεί. Οι Κινέζοι και οι Αμερικανοί που θέλουν να επενδύσουν στην Ελλάδα προσβλέπουν και στο Δημόσιο Τομέα».
Στη έλλειψη ρευστότητας και στο μη ξεκαθάρισμα κάποιων παλιότερων ληξιπρόθεσμων οφειλών αναφέρθηκε ο κ. Βασίλης Μπαρδής, γενικός επιχειρησιακός & διοικητικός διευθυντής, του ομίλου Ιατρικού Αθηνών, και Πρόεδρος του Σύνδεσμου Ελληνικών Κλινικών (ΣΕΚ). Αναφέρθηκε στις κλινικές που έχουν κλείσει και στο γεγονός ότι αν συνεχιστεί η δυστοκία στη ρευστότητα και αυξηθεί ο αριθμός αυτός, θα χρειαστεί αναδιάρθρωση δανεισμός της τάξης του 1 δις. ευρώ. Ακόμη αναφέρθηκε στον κίνδυνο αφελληνισμού της ελληνικής υγείας ειδικά μετά την μείωση της αξίας των μεγάλων κλινικών κατά 50%.
Ο κ. Σωτήρης Μπερσίμης, πρόεδρος, του ΕΟΠΥΥ, αναφέρθηκε στις διαδικασίες αναμόρφωσης του οργανισμού και στο στόχο στο τέλος του 2017 τα ληξιπρόθεσμα προς τους ιδιώτες παρόχους να είναι κάτω από τα 400 εκατ. ευρώ. «Η κατάργηση του clawback είναι εκτός δυνατοτήτων του οργανισμού αλλά εμείς προσπαθούμε να εξορθολογίσουμε τις δαπάνες και να ομαλοποιήσουμε τις πληρωμές. Έχουν αυξηθεί τα όρια δαπανών σε όλες τις κατηγορίες που υπάρχουν κλειστοί προϋπολογισμοί». Κλείνοντας τόνισε πως το σημαντικό είναι να διατηρηθεί ο οργανισμός βιώσιμος.
Ο κ. Παύλος A.B. Αρναούτης, πρόεδρος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Ιατρικών & Βιοτεχνολογικών Προϊόντων, επεσήμανε ότι στην Ελλάδα δεν μπορούμε να μιλάμε για υγιή επιχειρηματικότητα με το clawback και τις περικοπές, ενώ σχολίασε ότι ο τελευταίο νόμος για τις προμήθειες δημιουργεί δυσκολίες και είναι γεμάτος ασάφειες.
Ευκαιρίες και δυνατότητες υπάρχουν φτάνει να τις αξιοποιήσουμε, τόνισε ο Διευθυντής Πωλήσεων της εταιρείας Bradex του ομίλου DEMO, κ. Νεκτάριος Μανάτος . Όπως ανέφερε, όσο η τεχνολογία θα συγκλίνει με την ιατρική και όσο το προσδόκιμο της ζωής θα αυξάνει , θα υπάρχουν ανάγκες που θα πρέπει να καλυφθούν. Η πρόκληση για μια νέα εταιρία είναι να μπορέσει να παρακολουθήσει τις ιατρικές εξελίξεις και να προσεγγίσει τις κατάλληλες εταιρίες ούτως ώστε οι συμφωνίες να είναι προς συμφέρον όλων
Τα μέτρα που είχαν ληφθεί είχαν αντιαναπτυξιακή επίδραση και η Ελλάδα σε αυτή τη φάση είναι μία χώρα η οποία δεν θεωρείται ελκυστική για επενδύσεις, ανέφερε με τη σειρά του ο Νίκος Μανιαδάκης, Αναπληρωτής Κοσμήτορας, Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας (ΕΣΔΥ). Ανέφερε μάλιστα χαρακτηριστικά ότι «Σε λίγο με τα νέα μέτρα θα είμαστε ένα κράτος που θα δεν προάγει καθόλου την καινοτομία».
Ο κ. Θεόδωρος Τρύφων, πρόεδρος από την Πανελλήνια Ένωση Φαρμακοβιομηχανίας (ΠΕΦ) και αντιπρόεδρος Δ.Σ. της ELPEN υποστήριξε ότι τα τελευταία χρόνια εφαρμόζεται μια πολύ περιοριστική πολιτική στο χώρο του φαρμάκου, δημιουργώντας ένα ασφυκτικό περιβάλλον, που είναι χειρότερο για τις παραγωγικές επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν αποσβέσεις, επενδύσεις, δαπάνες έρευνας και μια σειρά οικονομικά δεδομένα που πρέπει να αντιμετωπίσουν. Σημείωσε ακόμη ότι «τον τελευταίο χρόνο γίνεται προσπάθεια, από την υπάρχουσα κυβέρνηση, η οποία ανέδειξε τη φαρμακοβιομηχανία ως κλάδο προτεραιότητας με επενδύσεις, θέσεις εργασίας κλπ».