Έξαρση κοκκύτη: Ανησυχητική αύξηση 60%, καταγράφει ο ΕΟΔΥ – Ένας ακόμη θάνατος τον Μάρτιο

  • Γιάννα Σουλάκη
κοκκύτης
Ένα ακόμη άτομο άνω των 65 ετών κατέληξε από κοκκύτη στην Ελλάδα τον τελευταίο μήνα, σύμφωνα με πληροφορίες του iatropedia.gr.

Αγωνία επικρατεί στον Εθνικό Οργανισμό Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ) για την πανευρωπαϊκή έξαρση του κοκκύτη που “αγγίζει” και τη χώρα μας.

Εκτός από το νεογέννητο που κατέληξε από κοκκύτη τον Φεβρουάριο του 2024, οι αρμόδιες υγειονομικές αρχές έχουν καταγράψει ένα ακόμη θανατηφόρο περιστατικό.

Πρόκειται για ενήλικα -αυτή τη φορά- άνω των 65 ετών, ο οποίος ήταν ανεμβολίαστος.

Είναι φανερό, όπως λένε οι ειδικοί, ότι από τον κοκκύτη κινδυνεύουν περισσότερο οι “ακραίες” ηλικίες.

Δείτε επίσης: Έξαρση κοκκύτη και θάνατος βρέφους: Πώς θα προστατευτούν τα παιδιά και ποιοι άλλοι κινδυνεύουν

Στην Ελλάδα, σημαντική αύξηση σημειώνεται και στα κρούσματα του κοκκύτη, της νόσου που εκδηλώνεται με δυνατό, επίμονο και ενοχλητικό βήχα.

Σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, από την αρχή του 2024 και μέσα σε σχεδόν 3 μήνες έχουν καταγραφεί 54 νέα περιστατικά, ενώ εντός του 2023 είχαμε μόλις 9 όλο τον χρόνο και τα προηγούμενα έτη, κανένα.

Η αύξηση είναι ραγδαία από μήνα σε μήνα και ιδιαίτερα ανάμεσα στα παιδιά και τους εφήβους, έως 18 ετών.

Αύξηση 60% στα κρούσματα και σχεδόν 90% στα παιδιά

Πιο συγκεκριμένα, ενώ τον Ιανουάριο και Φεβρουάριο του 2024 είχαν σημειωθεί 34 κρούσματα κοκκύτη, μέσα στον Μάρτιο τα νέα περιστατικά έφτασαν συνολικά τα 54, καταγράφοντας αύξηση κατά 58,82%.

Ακόμη μεγαλύτερη είναι η αύξηση στους ανήλικους. Από την αρχή έως και τα τέλη Φεβρουαρίου του 2024, τα κρούσματα που καταχωρήθηκαν στα επίσημα αρχεία του ΕΟΔΥ, από 17 έφτασαν τα 32, σημειώνοντας αύξηση 88,24% μέσα σε λιγότερο από έναν μήνα.

Να σημειωθεί πως η συντριπτική πλειοψηφία των κρουσμάτων στα παιδιά είναι νεογέννητα και βρέφη ηλικίας κάτω του έτους.

Τα κρούσματα στους ενήλικες εντός του 2024, από τα 17 άγγιξαν τα 22.

Δείτε επίσης: Κοκκύτης: Για έξαρση και στην Ελλάδα προειδοποιεί ο ΕΟΔΥ – Επιτακτική η ανάγκη εμβολιασμού

Ανησυχία για τα “κενά” στους εμβολιασμούς

Για να αντιμετωπιστεί η έξαρση κρουσμάτων κοκκύτη ο ΕΟΔΥ προειδοποιεί ότι είναι επιτακτική η ανάγκη εμβολιασμού για την προστασία κυρίως των βρεφών και των εγκύων.

Οι επιστήμονες που παρακολουθούν στενά την επιδημιολογική εξέλιξη, ανησυχούν ιδιαίτερα για τα εμβολιαστικά “κενά” στους ενήλικες και κυρίως στις εγκύους, ο εμβολιασμών των οποίων προστατεύει και τα -ιδιαίτερα ευάλωτα στον κοκκύτη- νεογέννητα μωρά τους, όταν έρχονται στον κόσμο και δεν έχουν προλάβει να εμβολιαστούν.

Να σημειωθεί πως ο εμβολιασμός του κοκκύτη στους ενήλικες πρέπει να επικαιροποιείται κάθε 10 χρόνια και δυστυχώς αυτήν την οδηγία την τηρούν ελάχιστοι με αποτέλεσμα αυτή τη στιγμή να είναι επίνοσο μεγάλο μέρος του ενήλικου πληθυσμού, αλλά και ακόμη πιο έκθετα τα παιδιά.

To τριδύναμο εμβόλιο Διφθερίτιδας – Τετάνου – Κοκκύτη, το οποίο αποζημιώνεται από τα ασφαλιστικά ταμεία, προσφέρει προστασία από τις παραπάνω ασθένειες, αλλά όχι εφ’ όρου ζωής.

Εκτός από τους παιδικούς εμβολιασμούς που γίνονται στα πρώτα χρόνια της ζωής του παιδιού, απαιτείται:

  • Μία αναμνηστική δόση 18 με 25 ετών και στη συνέχεια…
  • Μία δόση κάθε 10 χρόνια
  • Στις εγκύους απαιτείται μία δόση στο τρίτο τρίμηνο εγκυμοσύνης και μία δόση για κάθε επόμενη εγκυμοσύνη

Οι ενήλικες κινδυνεύουν αν δεν είναι εμβολιασμένοι πλήρως κι ακόμη περισσότερο αν δεν έχουν κάνει κανένα εμβόλιο.

Δείτε επίσης: Σωτήρης Τσιόδρας: “Δεν δικαιολογούμαστε το 2024 να έχουμε επιδημίες ιλαράς” – Τι είπε για κοκκύτη, στρεπτόκοκκο και εμβολιασμούς

Στην Ελλάδα υπάρχουν δύο εμβόλια:

  • το DTaP για παιδιά ηλικίας μικρότερης των 7 ετών
  • το Tdap για παιδιά ηλικίας άνω των 7 ετών, εφήβους και ενήλικες.

Συγκεκριμένα, το εμβόλιο DTaP πρέπει να χορηγείται κατά τον 2ο, 4ο, 6ο, 15ο-18ο μήνα ζωής και στα 4-6 χρόνια, ενώ το εμβόλιο TdaP χορηγείται στην ηλικία 11-12 ετών, μεταξύ 18 και 25 ετών και μετά ως αναμνηστική δόση Td ή Tdap ανά δεκαετία.

Πανευρωπαϊκή έξαρση

Τους τελευταίους μήνες, αρκετές χώρες της Ευρώπης, μεταξύ των οποίων και η χώρα μας, καταγράφουν αύξηση του αριθμού των κρουσμάτων κοκκύτη σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια (Δανία, Βέλγιο, Κροατία, Τσεχία, Νορβηγία, Ισπανία, Σουηδία, Μοντενέγκρο, Ηνωμένο Βασίλειο, Ελβετία, Σερβία).

Η αύξηση των δηλωθέντων κρουσμάτων κοκκύτη πιθανώς συνδέεται με τη μη έγκαιρη ανοσοποίηση ορισμένων ηλικιακών ομάδων καθώς και τη χαμηλότερη κυκλοφορία του παθογόνου κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19.

Τι είναι ο κοκκύτης

Ο κοκκύτης είναι οξεία μικροβιακή λοίμωξη του αναπνευστικού συστήματος, η οποία οφείλεται στον αιμόφιλο του κοκκύτη (Bordetella pertussis) που είναι αρνητικό κατά Gram βακτηρίδιο.

Κλινικές εκδηλώσεις

Διακρίνονται 3 στάδια της νόσου:

  1. Το πρόδρομο ή καταρροϊκό που διαρκεί 1-2 εβδομάδες κατά τις οποίες ο ασθενής έχει καταρροϊκά φαινόμενα και άτυπο ερεθιστικό ξηρό βήχα αρχικά νυκτερινό.
  2. Το παροξυσμικό που διαρκεί 1-6 εβδομάδες και ο βήχας γίνεται προοδευτικά εντονότερος, επέρχεται κατά παροξυσμούς και παίρνει σπασμωδικό (κοκκυτικό) χαρακτήρα, με εμετούς και άπνοιες.
  3. Το στάδιο της αποδρομής που διαρκεί 2-3 εβδομάδες και οι παροξυσμοί γίνονται ηπιότεροι και αραιότεροι και τελικά σταματούν. Ο πυρετός κατά τη διάρκεια της νόσου όταν υπάρχει είναι συνήθως ήπιος.

Επιπλοκές

Είναι συχνότερες στα βρέφη και εξασθενημένα παιδιά και αφορούν κυρίως το αναπνευστικό και το ΚΝΣ.

Η συχνότερη επιπλοκή είναι η δευτεροπαθής πνευμονία η οποία αποτελεί και τη συχνότερη αιτία θανάτου.

Η κοκκυτική εγκεφαλοπάθεια είναι βαρύτατη επιπλοκή προσβάλλει κυρίως βρέφη και κλινικά προβάλει με σπασμούς, αταξία, εστιακά νευρολογικά συμπτώματα και κώμα.

Άλλες λιγότερο σοβαρές επιπλοκές του κοκκύτη περιλαμβάνουν μέση ωτίτιδα, ανορεξία και αφυδάτωση.

Τρόπος μετάδοσης

Η μετάδοση γίνεται αερογενώς με σταγονίδια ή με άμεση επαφή με εκκρίσεις από το αναπνευστικό σύστημα νοσούντων ατόμων. Σε εμβολιασμένους πληθυσμούς, τα βακτήρια συχνά μεταφέρονται στο σπίτι από ένα μεγαλύτερο σε ηλικία αδερφάκι ή μερικές φορές από έναν ενήλικα.

Περίοδος μεταδοτικότητας

Ο κοκκύτης έχει υψηλή μεταδοτικότητα με ποσοστό δευτερογενούς προσβολής 80% μεταξύ επίνοσων ατόμων (π.χ. ατόμων που δεν έχουν ανοσοποιηθεί).