Iatropedia

Εμβολιασμοί: Αργά κινούνται τα ραντεβού της τρίτης δόσης – Εκφράζονται φόβοι για «κενό ανοσίας»

Αγωνία επικρατεί στις υγειονομικές αρχές -όχι μόνο για την αύξηση των εμβολιαστικών ποσοστών της πρώτης- αλλά και της αναμνηστικής δόσης. Χρειάζεται επίσπευση των εμβολιασμών για την τρίτη δόση, ώστε να μη δημιουργηθεί "ανοσολογικό κενό", όπως λένε οι ειδικοί.

Ενάμιση εκατομμύριο πολίτες, δικαιούχοι της ενισχυτικής δόσης εμβολίου, δεν έχουν κλείσει προς το παρόν το ραντεβού τους. Το γεγονός προκαλεί ανησυχία στις αρχές, οι οποίες διαβλέπουν τον κίνδυνο «εμβολιαστικού κενού».

Συγκεκριμένα, μέχρι σήμερα έχουν γίνει περίπου 1 εκατομμύριο εμβολιασμοί τρίτης δόσης. Μετά την  πρόσφατη εισήγηση της Επιτροπής Εμβολιασμών, ωστόσο, η πλατφόρμα άνοιξε στους 5,5 μήνες για επιπλέον 2 εκατομμύρια πολίτες συνολικά, ώστε να προγραμματίσουν το ραντεβού τους.

Από αυτούς μέχρι σήμερα έχουν ανταποκριθεί και έχουν κλείσει το ραντεβού τους, μόλις 500 χιλιάδες πολίτες.

Οι περίπου 1,5 εκατομμύριο πολίτες που έχουν καθυστερήσει να ενισχύσουν την διαρκώς φθίνουσα ανοσία τους, αν δεν ανταποκριθούν άμεσα ενδέχεται, όπως λένε οι ειδικοί, να αποτελέσουν «υγειονομική βόμβα» αν δεν εμβολιαστούν, καθώς μετά από λίγους μήνες θα δημιουργηθεί σοβαρό κενό στην ανοσία του πληθυσμού.

Αξίζει να σημειωθεί, πως σύμφωνα με τις πρόσφατες μελέτες, το ποσοστό προστασίας από νόσηση Covid-19, μετά από 6 μήνες μειώνεται σημαντικά, αφού δεν ξεπερνά το 50%.

Την αισιοδοξία της εκφράζει μιλώντας στο iatropedia.gr  η πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, Μαρία Θεοδωρίου, λέγοντας πως οι πολίτες θα πάνε στο τέλος να εμβολιαστούν με την αναμνηστική δόση.

Αν εμβολιαστεί, ωστόσο, μόνο το 1/3 με την τρίτη δόση, θα υπάρξει πρόβλημα, όπως λέει:

«Θεωρητικά αν δεν πάνε τα 2/3 των εμβολιασμένων να κάνουν την αναμνηστική δόση θα έχουμε πρόβλημα, αλλά δεν νομίζω ότι μπορεί να συμβεί αυτό. Τους αριθμούς δεν τους ξέρω. Έχω την αίσθηση ότι πάνε καλά οι εμβολιασμοί της τρίτης δόσης. Ανοσιακό κενό από αυτούς που κάνανε τις δύο δόσεις; Δεν είναι ανεμβολίαστοι, αλλά αν δεν πάνε, δεν έχουν τόσο μεγάλη προστασία για να προστατεύουν τον εαυτό τους, αλλά και να μην μεταδίδουν τη νόσο στο περιβάλλον», σημειώνει η ίδια.