Εμβόλιο COVID-19: Το Ισραήλ η πρώτη χώρα που κάνει τρίτη δόση στους άνω των 50 ετών
Για «κρίσιμη φάση» και για «αγώνα δρόμου εναντίον της πανδημίας» έκανε λόγο ο Ισραηλινός υπουργός Υγείας, ο οποίος έκανε τρίτη ενισχυτική δόση στις 13 Αυγούστου και η χώρα του, που έχει πληθυσμό περίπου 9,3 εκατομμυρίων κατοίκων, έγινε προ ημερών η πρώτη στον κόσμο που πλέον κάνει τρίτη δόση στους άνω των 50 ετών.
Όπως επισημαίνει το περιοδικό «Science», αν και η συντριπτική πλειονότητα των εμβολιασμών στο Ισραήλ έχει γίνει με Pfizer/BioNTech, πάνω από τα μισά νέα κρούσματα αφορούν πλήρως εμβολιασμένους ανθρώπους, κάτι που δείχνει την εντυπωσιακή μεταδοτικότητα της παραλλαγής Δέλτα του κορονοϊού και παράλληλα εγείρει ανησυχίες κατά πόσο η προστασία των εμβολίων εξασθενεί με το πέρασμα του χρόνου.
Παρόλο που ένας ανεμβολίαστος συνεχίζει να έχει πολύ περισσότερες πιθανότητες – σε σχέση με έναν εμβολιασμένο – να αρρωστήσει βαριά, να καταλήξει στο νοσοκομείο ή να πεθάνει, η εμπειρία του Ισραήλ δείχνει ότι ακόμη και οι καλύτερα εμβολιασμένες χώρες μπορεί να έχουν απρόσμενες δυσκολίες με τη Δέλτα.
Για «ένα πολύ σαφές μήνυμα προειδοποίησης προς τον υπόλοιπο κόσμο» έκανε λόγο ο επιστήμονας δρ Ραν Μπάλιτσερ του μεγαλύτερου ισραηλινού οργανισμού υπηρεσιών υγείας Clalit Health Services (CHS). «Αν μπορεί να συμβεί εδώ, πιθανώς μπορεί να συμβεί οπουδήποτε».
Οι συνέπειες της σταδιακά φθίνουσας ανοσίας των εμβολίων φαίνονται περισσότερο σε όσους εμβολιάστηκαν πρώτοι στο Ισραήλ.
Μελέτη επιστημόνων του άλλου μεγάλου οργανισμού υγείας Μακάμπι (MHS) δείχνει ότι η προστασία έναντι της Covid-19 μειώνεται σε αναλογία με το πόσο καιρός έχει περάσει από τότε που κάποιος εμβολιάστηκε: όσοι π.χ. εμβολιάστηκαν τον Ιανουάριο, έχουν κατά μέσο όρο περίπου 2,3 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να μολυνθούν από τον κορονοϊό, σε σχέση με όσους εμβολιάστηκαν τον Απρίλιο (λαμβανομένου πάντως υπόψη ότι οι υπερήλικες και εκείνοι με πιο αδύναμο ανοσοποιητικό σύστημα είχαν εμβολιαστεί πρώτοι).
Ενώ στην αρχή του καλοκαιριού το Ισραήλ είχε ελάχιστα κρούσματα και έβλεπε με αισιοδοξία το μέλλον, η κατάσταση έχει μεταβληθεί προς το χειρότερο, κυρίως εξαιτίας της επικράτησης της Δέλτα, αλλά ίσως και λόγω της φθίνουσας ανοσιακής προστασίας των εμβολίων. Όχι μόνο οι λεγόμενες περιπτώσεις breakthrough (μόλυνση εμβολιασμένου) δεν είναι πια σπάνιες στο Ισραήλ, αλλά επιπλέον, σύμφωνα με τα στοιχεία που επικαλείται το «Science», σχεδόν το 60% των βαριά αρρώστων είναι πλήρως εμβολιασμένοι, ενώ αναμένεται σταδιακά μεγαλύτερη επιβάρυνση των νοσοκομείων της χώρας εξαιτίας των αυξημένων κρουσμάτων σε ανεμβολίαστους αλλά και εμβολιασμένους.
Ενδεικτικά, στις 15 Αυγούστου 514 Ισραηλινοί νοσηλεύονταν με βαριά Covid-19 ή σε κρίσιμη κατάσταση, κατά 31% περισσότεροι σε σχέση με πριν τέσσερις μέρες, και από αυτούς το 59%, δηλαδή οι έξι στους δέκα, ήσαν πλήρως εμβολιασμένοι με δύο δόσεις. Από αυτούς τους πλήρως εμβολιασμένους σε σοβαρή κατάσταση, το 87%, δηλαδή σχεδόν οι εννέα στους δέκα, ήσαν άνω των 60 ετών.
«Υπάρχουν πια τόσες πολλές λοιμώξεις breakthrough, που κυριαρχούν και οι περισσότεροι νοσηλευόμενοι ασθενείς είναι στην πραγματικότητα εμβολιασμένοι. Ένα από τα βασικά μηνύματα από το Ισραήλ είναι ότι τα εμβόλια δουλεύουν, αλλά όχι αρκετά καλά», ανέφερε ο ειδικός στη βιοπληροφορική Ούρι Σαλίτ του Ινστιτούτου Τεχνολογίας του Ισραήλ (Technion).
«Το πράγμα εκείνο που τρομάζει περισσότερο την κυβέρνηση και το υπουργείο Υγείας, είναι το βάρος στα νοσοκομεία, όπου το προσωπικό είναι ήδη εξαντλημένο», δήλωσε ο δρ Ντρορ Μεβοράχ του Νοσοκομείου Hadassah Ein Kerem.
Σε μια προσπάθεια να θέσει υπό έλεγχο το νέο πανδημικό κύμα, το Ισραήλ άρχισε από τις 30 Ιουλίου να χορηγεί τρίτη – ενισχυτική ή αναμνηστική – δόση στους άνω των 60 ετών και από τις 13 Αυγούστου στους άνω των 50 ετών. Μέχρι σήμερα έχει χορηγήσει τρίτη δόση σε λίγο πάνω από ένα εκατομμύριο πολίτες.
Έρευνες έχουν δείξει ότι η τρίτη δόση αυξάνει άμεσα τα αντισώματα κατά του κορονοϊού, ενισχύοντας την πρώτη γραμμή άμυνας στη μύτη και στο λαιμό, δυσκολεύοντας τον ιό να δημιουργήσει «προγεφύρωμα».
Τα προκαταρκτικά στοιχεία του ισραηλινού υπουργείου Υγείας δείχνουν ότι οι άνω των 60 ετών που κάνουν ενισχυτική δόση, έχουν μισές πιθανότητες, σε σχέση με όσους έχουν κάνει δύο δόσεις, να καταλήξουν στο νοσοκομείο.
Από την άλλη, ακόμη και η τρίτη δόση ίσως αποδειχθεί δύσκολο να «τιθασεύσει» από μόνη της το κύμα της Δέλτα. Σύμφωνα με τον ειδικό στην ανάλυση βιοϊατρικών δεδομένων Ντβιρ Αράν του Technion, «ακόμη και αν κάνουν έξτρα δόση τα δύο τρίτα των ατόμων άνω των 60 ετών, αυτό θα μας δώσει απλώς άλλη μία εβδομάδα, ίσως δύο, προτού τα νοσοκομεία μας κατακλυστούν». Γι’ αυτό, κρίνει κρίσιμο να εμβολιαστούν όσοι δεν έχουν κάνει καν την πρώτη ή τη δεύτερη δόση, καθώς επίσης θεωρεί αναγκαίο να επιστρέψει η ευρεία χρήση μάσκας και η τήρηση των αποστάσεων. Όπως λέει, «δεν νομίζω ότι οι ενισχυτικές δόσεις αποτελούν τη λύση».
Από το ΑΠΕ-ΜΠΕ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Μ. Θεοδωρίδου: Ποια παιδιά χρειάζονται τα εμβόλια για τον κορωνοϊό. Πόσο ασφαλή είναι