Όπως αναφέρει για τα εμβόλια, «το εμβόλιο είναι ένα ασφαλές, αποδοτικό, αποτελεσματικό και παράλληλα οικονομικό μέσο για την πρόληψη της ασθένειας, αναπηρίας και θανάτου από συγκεκριμένα λοιμώδη νοσήματα. Όσον αφορά την γρίπη, ο εμβολιασμός με το αντιγριπικό εμβόλιο έχει αποδειχθεί ως ο αποτελεσματικότερος τρόπος πρόληψης, ο οποίος όταν εφαρμοσθεί σωστά και έγκαιρα, καλύπτει και προφυλάσσει από τη μετάδοση του ιού σε ποσοστό 80%. Ωστόσο, τα ποσοστά εμβολιαστικής κάλυψης στις ομάδες υψηλού κινδύνου της χώρας μας πχ. οι ηλικιωμένοι, δεν ξεπερνούν το 20%-30%, παρ’ όλο που για αυτές τις ομάδες, ποσοστό άνω του 75% θα έπρεπε να είναι εμβολιασμένο σύμφωνα και με τις συστάσεις της Ε.Ε. για τα κράτη μέλη έως το τέλος της χειμερινής περιόδου 2014-15.
Στον αντίποδα βέβαια, υπάρχουν τα ποσοστά άλλων κράτων όπως της Ολλανδίας η οποία έχει επιτύχει το αντίστοιχο ποσοστό κάλυψης του πληθυσμου, με δεύτερη τη Βρετανία η οποία ακολουθεί με ποσοστό που αγγίζει το 73%, ενώ η Ιρλανδία προσδοκά φέτος οτι θα σπάσει το φράγμα του 60%».
Όπως τονίζει ο κ. Χαλιγιάννης, «το φαινόμενο του μη-εμβολιασμού αποτελεί ένα ακόμα σοβαρό προβλήμα που «ευδοκιμεί» στην ελληνική κοινωνία, πολύ περισσότερο κατά την τρέχουσα οικονομική και κοινωνική κρίση της χώρας, με ανησυχητικές διαστάσεις για τη Δημόσια Υγεία, καθώς η επανεμφάνιση μολυσματικών ασθενειών οι οποίες είχαν εξαλειφθεί κατά το παρελθόν και το προσφυγικό κύμα, κάθε άλλο παρά κλίμα εφησυχασμού δημιουργούν κατά την ερμηνεία των επιδημιολογικών δεικτών. Αν μάλιστα συνυπολογίσει κανείς και το πρόβλημα της ανθεκτικότητας των μικροβίων στα αντιβιοτικά, για το οποίο ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας κρούει τον κώδωνα του κινδύνου ως πρώτη αιτία θανάτου παγκοσμίως τα επόμενα χρόνια, η ανάγκη του εμβολιασμού καθίσταται ακόμα πιο επιτακτική.
Η χώρα μας δυστυχώς, κατέχει μία ακόμα αρνητική πρωτιά στην Ευρώπη, καταδεικνύοντας την ως τόπο υψηλής ενδημικότητας της εποχικής γρίπης, με καταγεγραμμένη την επιδημική έξαρση για την περίοδο 2013-2014, η οποία στατιστικά παρουσιάζει αυξημένη επιδημικότητα με ταχύτατη εισβολή κατά τη χειμερινή περίοδο μέχρι και της αρχες της άνοιξης».
Στον αντίποδα της «φοβικής» Ελλάδας είναι χώρες του δυτικού κόσμου όπως είναι η Ιρλανδία που χρησιμοποίησε τους φαρμακοποιούς σε ένα ευρύ φάσμα υπηρεσιών ανοσοποίησης του πληθυσμού της…
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Χαλιγιάννης, «ο ρόλος της φαρμακείων της κοινότητας και το παράδειγμα της ΙρλανδίαςΟι φαρμακοποιοί, σε πολλές χώρες προσφέρουν ευρύ φάσμα υπηρεσιών όσον αφορά την ανοσοποίηση του πληθυσμού. Η πλειοψηφία των φαρμακοποιών στις ΗΠΑ, από το 1990, συμμετέχουν σε προγράμματα εμβολιασμού του αμερικάνικου πληθυσμού, ενώ σήμερα συμβάλλουν αποτελεσματικά στην αύξηση του ποσοστού εμβολιασμών που αφορά την εποχική γρίπη, τη πνευμονοκοκκική και μηνιγγιτιδοκοκκική νόσο, του τετάνου, της διφθερίτιδας, του ιού των ανθρώπινων θηλωμάτων, της ηπατίτιδας Α και Β, του έρπη ζωστήρα καθώς και του προληπτικού εμβολιασμού των ταξιδιωτών. Το ίδιο συμβαίνει και σε άλλες χώρες της υφηλίου όπως η Αυστραλία, η Νέα Ζηλανδία και ο Καναδάς, όπου ο εμβολιασμός στα φαρμακεία αποτελεί πλεόν υπηρεσία ρουτίνας από τους φαρμακοποιούς, με αποτέλεσμα να συνεισφέρουν σημαντικά στη βελτίωση της ποιότητας υγείας του πληθυσμού, απελευθερώνοντας παράλληλα και άλλες υπηρεσίες πρώτης γραμμής, με επίκεντρο πλέον τη διαχείρηση των χρόνιων νοσημάτων…
Στην Ευρώπη των 85 εκατομμυρίων επισκέψεων κατά μέσο όρο το χρόνο στα φαρμακεία της κοινότητας, ο αριθμός των ατόμων που εμβολιάζεται από τους φαρμακοποιούς αυξάνεται με γεωμετρική πρόοοδο. Αξίζει να σημειωθεί, ότι οι ομάδες που αποδεδειγμένα έχουν μεγαλύτερη ανάγκη εμβολιασμού, όπως οι ηλικιωμένοι και τα άτομα με χρόνιες παθήσεις, είναι και οι πιο συχνοί επισκέπτες στα φαρμακεία. Χώρες όπως η Πορτογαλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία, υιοθετούν μεταρρυθμίσεις που ευνοούν την αποτελεσματική λειτουργία των υπηρεσιών ανοσοποίησης, αξιοποιώντας τον κομβικό ρόλο του φαρμακοποιού στην προάσπιση της δημόσιας υγείας. Σύμφωνα μάλιστα με επίσημα στατιστικά στοιχεία άλλων χωρών, το 98% των ερωτηθέντων Πορτογάλων που εμβολιάστηκαν για την εποχική γρίπη στα φαρμακεία, δήλωσαν ικανοποιημένοι με την υπηρεσία αυτή, ενώ το 14% εξ’ αυτών, δήλωσε οτι δεν είχε ποτέ στο παρελθόν εμβολιαστεί».
Το παράδειγμα της Ιρλανδίας
Χαρακτηριστικό όμως, είναι το παράδειγμα της Ιρλανδίας, χώρα στην οποία οι φαρμακοποιοί μέχρι σήμερα έχουν διαδραματίσει σημαντικότατο ρόλο στην αύξηση του αριθμού των εμβολιασμών, κερδίζοντας το στοίχημα, μέσα από μία win-win πολιτική υγείας προσανατολισμένη στη σημαντικότητα της πρόληψης, η οποία οδήγησε την ιρλανδική κυβέρνηση και τον ιρλανδικό λαό, σε σημαντική εξοικονόμηση του κόστους φαρμακευτικής δαπάνης καθώς και σε μειωμένα ποσοστά δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας υγειονομικής περίθαλψης που σχετίζονται με νοσηλεία από τον ιό της γρίπης και τις επιπλοκές του.
Από τον Οκτώβριο λοιπόν του 2011, ημερομηνία κατά την οποία ξεκίνησε επίσημα η δυνατότητα εμβολιαστικής κάλυψης του πληθυσμού μέσα από τα φαρμακεία, ο αρχικός αριθμός των πολιτών που καταγράφηκε, ανήλθε για το 2011 σε 9.125 περιπτώσεις εμβολιασμών. Τα αμέσως επόμενα χρόνια ο αριθμός αυτός τετραπλασσιάστηκε, με πιο πρόσφατο νούμερο αυτό της περιόδου 2014-2015 όπου ο αριθμός των εμβολιασθέντων για την εποχική γρίπη στα φαρμακεία της Ιρλανδίας, έφτασε τους 51.560.
Ασφαλώς, το όφελος από αυτήν την πρωτοβουλία δεν εντοπίστηκε αποκλειστικά και μόνο στο συνεχές αυξανόμενο νούμερο των εμβολιασμών κάθε χρόνο αλλά και σε επιμέρους παραμέτρους που μελετήθηκαν. Πιο συγκεκριμένα, στατιστικά στοιχεία έδειξαν, ότι το 23% των ατόμων, εμβολιάστηκαν για πρώτη φορά στο φαρμακείο, ενώ το 83% αυτών, ανήκαν σε ομάδα υψηλού κινδύνου (At-Risk Category), πράγμα το οποίο και απέδειξε στην πράξη, ότι οι φαρμακοποιοί μπορούν να κάνουν τη διαφορά, καθώς υποδέχονται και προσεγγίζουν ευκολότερα από άλλους επαγγελματίες υγείας, τους ανθρώπους εκείνους που διατρέχουν τον κίνδυνο να μολυνθούν και να νοσήσουν από τον ορότυπο και τους υπο-ορότυπους του ιού της γρίπης.