Το ΚΕΕΛΠΝΟ αναφέρει στις προειδοποιήσεις του: «Τα τελευταία δύο χρόνια οι επιστήμονες παρατηρούν στα μεγάλα αστικά κέντρα ότι η στροφή στη φθηνότερη θέρμανση με καυσόξυλα που καίγονται στα τζάκια και στις σόμπες προκαλεί σοβαρή αύξηση στις τιμές της αέριας ρύπανσης. Ορισμένοι μιλούν για σοβαρή συμβολή των καύσεων του ξύλου στην επιστροφή «ενός παλιού γνώριμου», του νέφους αιθαλομίχλης, όταν οι καιρικές συνθήκες ευνοούν τη δημιουργία του.
Σημειώνεται ότι ένα παραδοσιακό τζάκι εκλύει στην ατμόσφαιρα 30 φορές περισσότερα αιωρούμενα σωματίδια από ότι ένας καλά συντηρημένος καυστήρας πολυκατοικίας με 25 διαμερίσματα.
Προηγούμενες μετρήσεις στο λεκανοπέδιο της Αττικής και κυρίως στην Κηφισιά, στην Εκάλη, στο Μαρούσι και στο Κορωπί αλλά και σε συνοικίες της Ανατολικής Θεσσαλονίκης έδειξαν μεγάλη αύξηση των αιωρούμενων σωματιδίων PΜ-10 (σωματίδια με διάμετρο <10 μικρών) τη χειμερινή περίοδο σε συνδυασμό με συνθήκες άπνοιας και υγρασίας.
Η ατμοσφαιρική ρύπανση μπορεί να οδηγήσει σε αναπνευστικά προβλήματα, να επιδεινώσει αλλεργίες και να προκαλέσει νευρολογικά, αναπαραγωγικά, και αναπτυξιακά προβλήματα. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τον ευάλωτο πληθυσμό, όπως τα παιδιά, τους ηλικιωμένους, τις έγκυες γυναίκες, καθώς και για αυτούς που πάσχουν από αναπνευστικά/ καρδιαγγειακά προβλήματα».
Και ο Ιατρικός Σύλλογος της Αθήνας (ΙΣΑ) προειδοποιεί ξεκάθαρα: «Η φθηνή λύση στη θέρμανση με καυσόξυλα και ξυλόσομπες θέτει σε κίνδυνο την υγεία των πολιτών, ιδιαίτερα των μικρών παιδιών και των χρονίως πασχόντων».
Όπως εξηγούν τα μέλη του ΙΣΑ, τα ξύλα που καίγονται και περιέχουν ακόμη και επικίνδυνα στοιχεία επειδή προέρχονται από παράνομη υλοτόμηση, μπορεί να προκαλέσουν σοβαρές βλάβες.
Ειδικότερα τονίζει: «Η καύση του ξύλου αυτού με βασικό στοιχείο τον άνθρακα, προκαλεί καθημερινά ολοένα και μεγαλύτερη συγκέντρωση των αιωρούμενων μικροσωματιδίων – προϊόντων της καύσης, των suspended particulatematter) στην ατμόσφαιρα. Ας σημειωθεί δε, ότι τα παραδοσιακά τζάκια με καυσόξυλα και οι ξυλόσομπες εκλύουν περίπου 30 φορές περισσότερα αιωρούμενα μικροσωματίδια ανά κιλό καύσιμης ύλης από έναν σύγχρονο καυστήρα».
Οι μετρήσεις που έγιναν μάλιστα είναι άκρως ανησυχητικές.
«Τους τελευταίους δύο μήνες, στο Μαρούσι και στο Κορωπί διαπιστώθηκε 18 φορές αύξηση των αιωρούμενων μικροσωματιδίων πάνω από το ανώτατο επιτρεπτό όριο των 50 μg/m3 (μικρογραμμαρίων ανά κυβικό μέτρο αέρα). Τη ρύπανση της ατμόσφαιρας, μαζί με τα αιωρούμενα μικροσωματίδια, επιτείνουν και άλλοι τοξικά προϊόντα τη ίδιας καύσης του βιοάνθρακα όπως τα SO2, NO2, NO, CO, CO2, Pb και άλλα» τονίζει ο πρόεδρος του ΙΣΑ Γιώργος Πατούλης.
Όσον αφορά στην επίδραση των αιωρούμενων μικροσωματιδίων στην υγεία ανθρώπινου οργανισμού: «τα μικροσωματίδια διαχωρίζονται, ανάλογα με τη διάμετρο τους: σ’ εκείνα που έχουν διάμετρο από 2,5 έως 10 μm, που συνήθως αποτελούνται από οξείδια του αργιλίου, πυρίτιο, σίδηρο και είναι εισπνεύσιμα, και σε αυτά με διάμετρο μικρότερη των 2,5 μm που παράγονται σε τεράστιες ποσότητες από καυσόξυλα και ξυλόσομπες και μπορούν να διεισδύσουν βαθύτερα στα πνευμόνια και να προκαλέσουν σοβαρότερη βλάβη. Η ικανότητα του αναπνευστικού συστήματος του ανθρώπου να προστατεύεται από τα αιωρούμενα στο περιβάλλον μικροσωματίδια καθορίζεται κυρίως από το μέγεθος και τη χημική σύσταση των τελευταίων.
Η συνεχιζόμενη μάλιστα εναπόθεση των μικροσωματιδίων αυτών σε όλο το μήκος του ανώτερου και κατώτερου αναπνευστικού, προκαλεί σοβαρή βλάβη στο αναπνευστικό επιθήλιο. Στο ανώτερο αναπνευστικό επικάθονται τα μεγαλύτερης διαμέτρου μικροσωματίδια. Όσο πιο μικρή είναι η διάμετρός τους τόσο μεγαλύτερη είναι η διείσδυση τους στους πνεύμονες ως τις τελικές κυψελίδες. Τα πολύ μικρής διαμέτρου μικροσωματίδια, λόγω της διεισδυτικότητάς τους και λόγω των σταθερών συμπλόκων που σχηματίζουν, εισχωρούν στο εσωτερικό των κτιρίων, των σπιτιών, των κλινοσκεπασμάτων και προκαλούν πληθώρα αναπευστικων προβλημάτων από άσθμα, αλλεργικές βρογχίτιδες, αποφρακτικές πνευμονοπάθειες κ.α».
Επίσης υπογραμμίζει ότι πρόσφατες έρευνες έδειξαν ότι τα αιωρούμενα μικροσωματίδια με διάμετρο <7 μm προκαλούν καταστροφή των μακροφάγων στο κυκλοφορικό σύστημα, καταστρέφουν το ενδοθήλιο των μικρών αγγείων, δημιουργούν μικροθρομβώσεις και συχνά πυροδοτούν στεφανιαία νόσο και ΑΕΕ, ή σε οξείες καταστάσεις έως και πνευμονικό οίδημα.