Όπως είπε ο πρόεδρος του ΕΟΠΥΥ, Σωτήρης Μπερσίμης «υπάρχουν δύο πυλώνες οι οποίοι καλύπτουν την κοινωνική ασφάλιση: ο ΕΦΚΑ και ο ΕΟΠΥΥ. Έχει γίνει στρατηγικό σχέδιο για την ανασυγκρότηση του ΕΟΠΥΥ και σκοπεύουμε μέσα από τη βελτίωση των οικονομικών του οργανισμού σε συνδυασμό με τον έλεγχο των δαπανών να βελτιώσουμε την ποιότητα των υπηρεσιών προς τον πολίτη. Θέλουμε να πετύχουμε εξασφάλιση ισότιμης πρόσβασης σε υπηρεσίες υγείας, φαρμακευτική περίθαλψη, πρόσβαση των πολιτών σε ιατροτεχνολογική καινοτομία και περιορισμό της προκλητής ζήτησης. Εκτιμάται ότι στο τέλος του 2017 θα υπάρξει 200 εκατ. όφελος για τον Οργανισμό, ο οποίος αποζημειώνει μέχρι σήμερα 25.000 παρόχους, οι οποίοι προβλέπεται τα επόμενα χρόνια να ανέλθουν σε 35.000.
Σε ερώτηση που τέθηκε από τον πρόεδρο του ΣΦΕΕ αναφορικά με τον ορίζοντα αποπληρωμής των ληξιπρόθεσμων του 2017, ο κ. Μπερσίμης τόνισε την πρόθεση για συνέπεια απέναντι στους προμηθευτές, ενώ υπογράμμισε τη βαρύτητα που δίνει ο ΕΟΠΥΥ στον έλεγχο των δαπανών. Όπως χαρακτηριστικά είπε έχει χρησιμοποιηθεί ακόμα και τεχνολογία ανάλυσης εικόνας, ενώ έχουν κληθεί σε απολογία 500 γιατροί μέχρι σήμερα.
Επίσης, έχουμε μεγάλους αριθμούς ασφαλισμένων και παρόχων και γι’ αυτό συνεχίζουμε τη διαδικασία της τελικής εκκαθάρισης.
Επαναπροσδιορίζουμε τη σχέση με τους παρόχους υγείας και μειώνουμε την προκλητή ζήτηση υγείας και προχωρούμε στη σταδιακή εφαρμογή της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης σε όλες τις υπηρεσίες του οργανισμού. Οι νέες συμβάσεις με τους παρόχους γίνονται ηλεκτρονικά και διευκολύνεται τόσο ο πάροχος που δεν χρειάζεται να πληρώνει, όσο και ο ασφαλισμένος που δεν χρειάζεται πλέον η φυσική του παρουσία σε πολλές διαδικασίες.
«Οι υπηρεσίες του οργανισμού γίνονται καλύτερες και αντιμετωπίζουμε τις μελλοντικές προκλήσεις σε συνεργασία με τον ΕΦΚΑ» δήλωσε ο Πρόεδρος του ΕΟΠΥΥ.
Ο πρόεδρος της ΠΕΦ, Θεόδωρος Τρύφων επισήμανε ότι «αυτή η χρονιά είναι η πλέον δύσκολη για τις φαρμακευτικές επιχειρήσεις και τον κλάδο μας, ο οποίος έχει προσφέρει πολύ τα τελευταία χρόνια. Και παρότι αυτή η προσφορά έχει αναγνωριστεί, εντούτοις ο κλάδος έχει τεράστια ζητήματα ως προς το ποσοστό της επιστροφής των δαπανών ειδικά αν αναλογιστούμε ότι τα διαρθρωτικά μέτρα ακόμα δεν έχουν υλοποιηθεί. Σε μια εποχή κρίσης και δυσπραγίας είναι εντελώς παράλογο να μην υπάρχει έλεγχος της προκλητής ζήτησης και της συνταγογράφησης. Και συνεχίζουμε να ζητάμε στοιχεία από τον ΕΟΠΥΥ, συγκεκριμένα στοιχεία για την αύξηση της συνταγογράφησης, η οποία αγγίζει τα 75 εκατ. συνταγές το χρόνο σύμφωνα με στοιχεία που έχουμε.
Δεν μπορεί να γίνει φαρμακευτική πολιτική αν δεν υπάρχει πρόσβαση του Έλληνα ασθενή στις θεραπείες. Θα πρέπει φυσικά να συγκρατηθεί το κόστος, αλλά θα πρέπει να δούμε πως εισάγονται και οι ανασφάλιστοι στο σύστημα, το οποίο μας καλεί να τους καλύπτουμε μονομερώς μέσω του clawback.
Όλοι ξέρουμε ότι οι δαπάνες υγείας από μια κορύφωση έχουν κατακρημνιστεί και πρέπει να δούμε τις οριζόντιες μειώσεις των τιμών – οι οποίες αποτελούν στρεβλό σύστημα – καθώς δεν λαμβάνονται υπόψη οι όγκοι και μάλιστα τιμωρούνται και τα παλιά φάρμακα.
Τα φάρμακα χαμηλής τιμής δεν είναι ακριβά. Η τιμολόγηση είναι ατελέσφορο εργαλείο από μόνο του αν δεν συνδυαστεί με τεχνικές ελέγχου της συνταγογράφησης.
Σε ότι αφορά τα γενόσημα σε 409 δραστικές ουσίες το 25% έχει τιμή χαμηλότερη από το μέσο όρο των τιμών στις χώρες της ΕΕ, ενώ κάποια πωλούνται κάτω από 6 ευρώ δηλαδή μετά από rebate & clawback κάτω από 3 ευρώ.
Παρότι μειώθηκαν οι τιμές έχουμε εξοντωτικά rebate και clawback. Πρέπει να εφαρμοστούν διαρθρωτικά μέτρα για συγκράτηση του κόστους. Ανάμεσα σε αυτά, ξεχώρισε τη ρεαλιστική τιμολόγηση με στόχο την συγκράτηση των παλαιών οικονομικών φαρμάκων στο σύστημα και έμφαση στον έλεγχο του όγκου. Επιπλέον, μίλησε για εξορθολογισμό της συνταγογράφησης και αναχαίτιση της αναίτιας υποκατάστασης των παλαιών οικονομικών από νεότερα ακριβά φάρμακα. Για εξορθολογισμό της αποζημίωσης ιδιαίτερα των νέων ακριβών θεραπειών και αξιολόγηση με στόχο την αναγνώριση της πραγματικής καινοτομίας. Τέλος απαραίτητο είναι ένα βιώσιμο σύστημα υποχρεωτικών επιστροφών και μια ολοκληρωμένη πολιτική γενοσήμων φαρμάκων με εκπτώσεις ανάλογα με τον όγκο.
Η αναπτυξιακή πολιτική θα πρέπει να διευκολύνει την πρόσβαση των παραγωγικών φαρμακοβιομηχανιών σε χρηματοοικονομικά εργαλεία.
Έχει αυξηθεί η συνταγογραφία μέσω κρίσης με αποτέλεσμα να παρθούν οριζόντια μέτρα που έπληξαν τις φαρμακευτικές εταιρείες.
Η Ελληνική Φαρμακοβιομηχανία συνεισφέρει στο ΑΕΠ 2,8 δις και πέρα από την παραγωγή έχει και τα δικά της προγράμματα Έρευνας & Ανάπτυξης (R&D).
«Οι μειώσεις τιμών των γενοσήμων έχουν φτάσει το 67% ενώ έχουν πολύ μικρό όγκο. Το αφήγημα ότι τα γενόσημα στην Ελλάδα είναι ακριβά αποτελεί παραπληροφόρηση» δήλωσε ο κ. Τρύφων.
Τα επόμενα βήματα που προτείνει η ΠΕΦ είναι τα εξής:
-Συγκράτηση του κόστους διαρθρωτικών μέτρων.
-Έμφαση στον έλεγχο του όγκου συνταγογράφησης.
-Αναχαίτιση της αναίτιας υποκατάστασης των παλαιών οικονομικών από νεότερα ακριβότερα φάρμακα.
-Εξορθολογισμός αποζημίωσης ιδιαίτερα των νέων ακριβών θαραπειών.
-Βιώσιμο σύστημα υποχρεωτικών επιστροφών.
-Ολοκληρωμένη πολιτική γενοσήμων φαρμάκων.
Ενώ ο πρόεδρος του ΣΦΕΕ, Πασχάλης Αποστολίδης τόνισε ότι «ο κλάδος του φαρμάκου σε αυτήν την οκταετή «περιπέτεια» της κρίσης έχει στηρίξει πάση θυσία το αναφαίρετο δικαίωμα των Ελλήνων πολιτών στην απρόσκοπτη και ισότιμη πρόσβαση στα απαραίτητα φάρμακα και θεραπείες (1 στα 4 φάρμακα τα δίνει δωρεάν ο Κλάδος μας μέσω των υποχρεωτικών εκπτώσεων και επιστροφών, στα νοσοκομεία μάλιστα δίνουμε δωρεάν 1 στα 3! – η συμβολή του Κλάδου αυξήθηκε κατά 52% το 2016 έναντι του 2015). Παράλληλα, ακόμη και σήμερα, στα χρόνια της κρίσης δηλαδή, αποτελεί τη δεύτερη εξαγωγική δύναμη της πατρίδας μας και πρότυπο δημιουργικής συνεργασίας εγχώριων και διεθνών εταιριών, στηρίζοντας άμεσα 26.000 και έμμεσα 87.000 θέσεις εργασίας, ενώ συμβάλει κατά 3,5% στο ΑΕΠ της χώρας.
Δεν υπάρχει καμία αμφισβήτηση πως ο κλάδος μας έχει όλες τις δυνατότητες να πρωταγωνιστήσει στο νέο παραγωγικό οικονομικό μοντέλο της καινοτομίας και της εξωστρέφειας που χρειαζόμαστε. Η καινοτομία που παράγει ο κλάδος μας είναι το φάρμακο για τον Έλληνα ασθενή και η θεραπεία για την οικονομία μας.
Το ζητούμενο τώρα είναι η άμεση εφαρμογή ενός εθνικού σχεδίου για την Υγεία, η διαμόρφωση ενός βιώσιμου συστήματος φαρμακευτικής περίθαλψης με στόχο τη βέλτιστη αξιοποίηση των δημόσιων πόρων προς όφελος των ασθενών και του ασφαλιστικού συστήματος με παράλληλη μέριμνα για την ανάπτυξη, την καινοτομία και τις επενδύσεις. Περιμένουμε τώρα από την Πολιτεία να προχωρήσει σε ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις και όχι πάλι σε οριζόντια μέτρα, σε ένα πεδίο που όλοι οφείλουμε να είμαστε από την ίδια πλευρά, δηλαδή της διασφάλισης των συμφερόντων των Ελλήνων ασθενών».