Γ. Τούντας: “Να επεκταθεί η υποχρεωτικότητα και να αυξηθούν οι περιορισμοί στους ανεμβολίαστους”
Την ανάγκη έγκαιρης προσαρμογής στα νέα δεδομένα της πανδημίας, επισημαίνει ο ομότιμος καθηγητής Ιατρικής του ΕΚΠΑ και διευθυντής του Ινστιτούτου Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής, Γιάννης Τούντας.
Ο ίδιος προτείνει μάλιστα, σειρά μέτρων και επέκταση της υποχρεωτικότητας σε συγκεκριμένες επαγγελματικές ομάδες, με σκοπό την προστασία των εμβολιασμένων πολιτών από τη μεγάλη μεταδοτικότητα και διασπορά του μεταλλαγμένου ιού Δέλτα.
“Τα μέτρα πρέπει να τροποποιούνται ανάλογα με τις εξελίξεις και τα νέα δεδομένα της επιδημίας σε κάθε περίοδο. Την περίοδο που διανύουμε, η μεγάλη μολυσματικότητα του στελέχους Δέλτα και τα νέα δεδομένα από επί μέρους μελέτες, θέτουν την ανάγκη κι εμείς να προσαρμόσουμε τα μέτρα μας σ’ αυτά τα νέα δεδομένα. Γι’ αυτό θα πρέπει να αυξηθούν τα μέτρα προστασίας των εμβολιασμένων, με τη χρήση της μάσκας στους εσωτερικούς χώρους και με τη διενέργεια διαγνωστικών τεστ, εφόσον έρχονται σε επαφή με επιβεβαιωμένα κρούσματα. Γιατί τα τελευταία δεδομένα μας λένε ότι ακόμα και οι εμβολιασμένοι διατρέχουν κίνδυνο -έστω και μικρότερο- για να μολυνθούνε”, σημειώνει ο επιστήμονας.
Γιάννης Τούντας: “Να αυξηθούν οι περιορισμοί στους ανεμβολίαστους”
Επιπλέον περιορισμοί θα πρέπει να επιβληθούν στους ανεμβολίαστους, αναφέρει ο Καθηγητής κ. Τούντας. Κι αυτό, όχι μόνο για να δελεαστούν περισσότεροι πολίτες να προσέλθουν στα εμβολιαστικά κέντρα, αλλά κυρίως για να προστατευθούν οι εμβολιασμένοι.
“Η θέση μου είναι ότι πρέπει να αυξηθούν οι περιορισμοί των ανεμβολίαστων. Που αυτό σημαίνει αυτόματα ότι αυξάνονται τα προνόμια των εμβολιασμένων. Οι ανεμβολίαστοι πρέπει να περιοριστούν περισσότερο και στις μετακινήσεις τους -με μέτρα που πρέπει να παρθούν- και με την πρόσβασή τους σε δημόσιες υπηρεσίες και χώρους. Πρέπει να υπάρξει μεγαλύτερος περιορισμός των ανεμβολίαστων, από αυτόν που υπάρχει σήμερα”, σημειώνει ο ίδιος.
Συγκεκριμένα, ο Καθηγητής Προληπτικής Ιατρικής του ΕΚΠΑ συστήνει να υπάρξει επέκταση των περιορισμών των ανεμβολίαστων στις μετακινήσεις τους.
“Ο,τι ισχύει δηλαδή στα πλοία με τους ανεμβολίαστους θα πρέπει να ισχύσει και στα μέσα μαζικής μεταφοράς. Πρέπει να υπάρξει περιορισμός στις διαπεριφερειακές τους μετακινήσεις, να υπάρξει περιορισμός στην είσοδό τους σε εσωτερικούς χώρους στην εστίαση ή σε δημόσιες υπηρεσίες που βρίσκονται άλλα άτομα. Όπου υπάρχει κόσμος, συνωστισμός κλπ, να μην υπάρχει δυνατότητα πρόσβασης στους ανεμβολίαστους”, σημειώνει.
Τα μέτρα αυτά, όπως προσθέτει ο ίδιος, δεν αποσκοπούν μόνο στην κατεύθυνση να πεισθούν να εμβολιαστούν, αλλά “και για να προστατεύσουμε τους εμβολιασμένους. Διότι εφόσον διαπιστώνουμε ότι μπορούν να μολυνθούν και οι εμβολιασμένοι, θα πρέπει να προστατεύσουμε και τους εμβολιασμένους από τους ανεμβολίαστους”, τονίζει.
“Να υπάρξει επέκταση της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού και σε άλλες επαγγελματικές ομάδες”
Σύμφωνα με την άποψη του Καθηγητή κ. Τούντα, ο εμβολιασμός πηγαίνει με αργά βήματα στη χώρα μας και δεν θα καταφέρουμε να πετύχουμε τον στόχο της οικοδόμησης συλλογικής ανοσίας στο 70% του πληθυσμού έως το τέλος Αυγούστου, ώστε να είμαστε ασφαλείς πριν από το φθινόπωρο, όπως λέει.
“Θα είμαστε κοντά στο 60%, αλλά όχι στο 70%. Άρα πρέπει να ληφθούν επιπλέον μέτρα για να επιταχύνουμε τον εμβολιασμό όσο το δυνατόν πιο γρήγορα”, σημειώνει.
Σύμφωνα με τον καθηγητή, τα μέτρα αυτά είναι τρία:
1) Να επεκταθεί ο υποχρεωτικός εμβολιασμός σε περισσότερες κατηγορίες εργαζομένων, π.χ. στην εστίαση, τον τουρισμό, τα μέσα μαζικής μεταφοράς, στους εκπαιδευτικούς, και στους εργαζόμενους στα γκισέ των σούπερ μάρκετ.
2) Να υπάρξει επέκταση του εμβολιασμού για τα παιδιά κάτω των 15 ετών
3) Να αυξηθούν οι περιορισμοί για τους ανεμβολίαστους.
Γιάννης Τούντας: Να επικαιροποιήσουμε τα μέτρα στους εμβολιασμένους, σύμφωνα με το CDC των ΗΠΑ
Τέλος, η Ελλάδα θα πρέπει να προσαρμοστεί άμεσα στις νέες οδηγίες του CDC για την διενέργεια διαγνωστικού τεστ σε εμβολιασμένους, από 3 έως 5 ημέρες μετά την επαφή με επιβεβαιωμένο κρούσμα του ιού, σύμφωνα με τον ίδιο.
Ωστόσο, προς το παρόν, δεν θα χρειαστεί να υποβάλλονται σε προληπτικό self test οι εμβολιασμένοι για να προσέλθουν στον χώρο εργασίας τους, όπως λέει ο κ. Γιάννης Τούντας:
“Προς το παρόν δεν χρειάζεται κάτι τέτοιο. Αυτό χρειάζεται επί του παρόντος, μόνο όταν έρθουν σε επαφή με διαγνωσμένο κρούσμα και πρέπει να κάνουν διαγνωστικό τεστ μήπως έχουν μολυνθεί”, καταλήγει.