Γαλλική έρευνα «αποδομεί» όσα ξέραμε για τις επιπτώσεις ρίψης πυρηνικής βόμβας
Η μελέτη, που έλαβε υπόψη της 60 χρόνια ιατρικών ερευνών πάνω στους επιβιώσαντες της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι (τους λεγόμενους «Χιμπακούσα»), καθώς και στους απογόνους τους, διαπιστώνει ότι στην αντίληψη της κοινής γνώμης έχουν διογκωθεί υπερβολικά -και εκτός πραγματικότητας- τα περιστατικά καρκίνου και των εκ γενετής ανωμαλιών λόγω της ραδιενέργειας.
«Οι περισσότεροι άνθρωποι, ακόμη και πολλοί επιστήμονες, έχουν σχηματίσει την εντύπωση πως όσοι επέζησαν, αντιμετώπισαν καταστροφικές συνέπειες για την υγεία τους και πολύ υψηλά ποσοστά καρκίνου, καθώς επίσης πως τα παιδιά τους εμφάνισαν εξίσου υψηλά ποσοστά γενετικών ανωμαλιών. Υπάρχει όμως μια τεράστια απόκλιση ανάμεσα σε αυτές τις πεποιθήσεις και σε αυτό που πραγματικά έχουν βρει οι ερευνητές», επισημαίνει ο μοριακός βιολόγος Μπερτράν Ζορντάν του Πανεπιστημίου Αιξ-Μασσαλίας και του Εθνικού Κέντρου Ερευνών της Γαλλίας-CNRS (στην Ελλάδα έχει εκδοθεί το βιβλίο του «Οι απατεώνες της γενετικής»-Δίαυλος 2002).
Η νέα μελέτη, που αξιολόγησε περισσότερες από 100 επιστημονικές έρευνες πάνω στο ζήτημα και δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Genetics» της Εταιρείας Γενετικής της Αμερικής, προσπαθεί να δώσει την πραγματική διάσταση των πραγμάτων χωρίς υπερβολές.
Η βόμβα της Χιροσίμα, ισχύος ισοδύναμης με 16.000 τόνους ΤΝΤ, βασιζόταν σε εμπλουτισμένο ουράνιο και εξερράγη σε ύψος 600 μέτρων. Η βόμβα του Ναγκασάκι, ισοδύναμη με 21.000 τόνους ΤΝΤ, βασιζόταν στο πλουτώνιο και εξερράγη σε ύψος 500 μέτρων. Οι περισσότεροι άνθρωποι σε ακτίνα ενάμισι χιλιομέτρου σκοτώθηκαν.
Μικρή επίπτωση στο προσδόκιμο ζωής και καμία στους απογόνους
Η πρώτη βασική διαπίστωση είναι ότι κατά μέσο όρο η διάρκεια ζωής όσων επιβίωσαν από τις βόμβες, μειώθηκε μόνο κατά λίγους μήνες, σε σχέση με αυτούς που δεν είχαν εκτεθεί στην ακτινοβολία. Η δεύτερη διαπίστωση είναι ότι στην υγεία των παιδιών των επιζησάντων δεν έχουν υπάρξει επιπτώσεις κανενός είδους μέχρι σήμερα.
Μόνο τα παιδιά, τα οποία βρίσκονταν στη μήτρα εγκύων που εκτέθηκαν άμεσα στις εκρήξεις, εμφάνισαν μετά τη γέννησή τους σωματικές και νοητικές ανωμαλίες. Τα κατοπινά παιδιών των επιζησάντων δεν εμφανίζουν καθόλου παθολογικές ενδείξεις ή μεταλάξεις.
Οι περισσότεροι από τους 200.000 θανάτους ήσαν συνέπεια του ωστικού και θερμικού κύματος της ίδιας της έκρηξης, των πυρκαγιών που προκλήθηκαν, καθώς και της άμεσης έκθεσης στις ακτινοβολίες γάμα και νετρονίων.
Την πρώτη διετία 1945-47 μόνο η κατοχική δύναμη, ο Αμερικανικός Στρατός, επιτρεπόταν να κάνει επιτόπιες μετρήσεις για τις συνέπειες των εκρήξεων, λόγω του Ψυχρού Πολέμου και της επιθυμίας των ΗΠΑ να παρουσιάσουν τα ατομικά όπλα σαν «καθαρά» στην κοινή γνώμη. Μάλιστα τα σχετικά ιατρικά στοιχεία παραμένουν ακόμη απόρρητα. Έτσι, μάλλον δεν είναι ολοκληρωμένη η εικόνα για τις συνέπειες στην υγεία από την αργή ραδιενεργή μόλυνση που ακολούθησε τις δύο εκρήξεις.
Στη συνέχεια, από όσους επέζησαν, περίπου οι μισοί δέχθηκαν να πάρουν μέρος στις κατοπινές ανοικτές μελέτες παρακολούθησης της υγείας τους εφ’ όρου ζωής. Οι μελέτες αυτές άρχισαν το 1947 και συνεχίζονται ακόμη, με χρηματοδότηση από την ιαπωνική και την αμερικανική κυβέρνηση.
Συνολικά, είχαν παρακολουθηθεί μέχρι να πεθάνουν και συνεχίζουν να παρακολουθούνται περίπου 100.000 επιζήσαντες, 77.000 απόγονοί τους, γεννημένοι μεταξύ 1946-1984 από γονείς που ο ένας τουλάχιστον είχε εκτεθεί στην ατομική βόμβα. Επίσης παρακολουθούνται -για λόγους σύγκρισης- και 20.000 άνθρωποι που δεν είχαν εκτεθεί στην ακτινοβολία.
Χάρη σε αυτή κυρίως τη συνεχιζόμενη μελέτη, έχουν τεθεί τα σημερινά διεθνή όρια ασφαλείας για την έκθεση στη ραδιενέργεια, τόσο για τους επαγγελματικά εργαζόμενους με ακτινοβολίες (20 mSV ετησίως), όσο και για τον γενικό πληθυσμό (1 mSV ετησίως). Ως μέση άμεσα θανατηφόρα δόση θεωρούνται τα 2.500 mSV.
Η μελέτη των επιζησάντων δείχνει ότι όντως τα ποσοστά καρκίνου σε αυτούς ήσαν υψηλότερα, αλλά όχι πολύ (κατά 10% περίπου), σε σχέση με όσους δεν βρίσκονταν στις δύο μοιραίες ιαπωνικές πόλεις εκείνες τις δύο μέρες. Ο κίνδυνος καρκίνου -αρχικά του αίματος όπως λευχαιμίας και αργότερα συμπαγών όγκων- σχετιζόταν με την απόσταση από το επίκεντρο, την ηλικία (οι νεότεροι είχαν μεγαλύτερο κίνδυνο να εμφανίσουν καρκίνο στη ζωή τους) και το φύλο (μεγαλύτερος κατά τουλάχιστον 50% ο κίνδυνος για τις γυναίκες από ό,τι για τους άνδρες).
Ο καρκίνος δεν «θερίζει» τους επιζήσαντες
Όμως οι περισσότεροι επιζήσαντες δεν ανέπτυξαν ποτέ καρκίνο. Στην πλειονότητά τους είχαν εκτεθεί σε μια σχετικά μέτρια δόση ραδιενεργού ακτινοβολίας.
Μόνο όσοι είχαν εκτεθεί σε πολύ μεγάλα επίπεδα ραδιενέργειας της τάξης των 500 έως 1.000 mSV, δηλαδή 500 έως 1.000 φορές υψηλότερα από τα σημερινά επίπεδα ασφαλείας, είχαν κίνδυνο αυξημένο κατά 40% έως 50% να εμφανίσουν καρκίνο κάποια στιγμή στη ζωή τους.
Όμως ακόμη και σε αυτή τη μειονότητα των επιζησάντων (κάτω από 10% του συνόλου), η διάρκεια ζωής τους συντομεύθηκε λίγο πάνω από ένα έτος (1,3) κατά μέσο όρο και όχι δραματικά, όπως πιστεύει ο πολύς κόσμος. Συγκριτικά, στη Ρωσία, αφότου κατέρρευσε το κομμουνιστικό καθεστώς, κατά την χαώδη μεταβατική περίοδο 1990-1994 υπήρξε πολύ μεγαλύτερη μείωση κατά πέντε έτη στο μέσο προσδόκιμο ζωής εξαιτίας κυρίως κοινωνικο-οικονομικών και ψυχολογικών παραγόντων.
Όπως αναφέρει ο Ζορντάν, παρόλο που δεν έχουν εμφανισθεί μεταλλάξεις ή άλλα προβλήματα υγείας στα παιδιά των επιζησάντων μέχρι τώρα, δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι κάποτε στο μέλλον θα ανιχνευθούν κάποιες επιπτώσεις στο DNA τους. Όμως και σε αυτήν την υποθετική περίπτωση, οι κίνδυνοι αναμένεται να είναι πολύ μικροί.
Επισημαίνει επίσης, πως αντίθεται με ό,τι πιστεύεται, οι γενετικές συνέπειες στους ανθρώπους -και στους απογόνους τους- ακόμη και αν έχουν εκτεθεί σε μεγάλες δόσεις της τάξης των 1.000 mSV, φαίνεται να είναι μικρές, συχνά ούτε καν ανιχνεύσιμες. Μάλιστα αυτό έρχεται σε αντίθεση με ό,τι παρατηρείται σε πειράματα με ζώα, πράγμα που σημαίνει ότι είτε οι άνθρωποι είναι λιγότερο ευαίσθητοι στη ραδιενέργεια σε σχέση π.χ. με τα ποντίκια, είτε οι συνέπειες στο ανθρώπινο DNA θα εμφανισθούν με πολύ μεγάλη χρονική υστέρηση.
Ο γάλλος επιστήμων υπογραμμίζει πάντως ότι αυτή η σχετική «απομυθοποίηση» των μακροχρόνιων συνεπειών των δύο ατομικών βομβών δεν πρέπει να λειτουργήσει καθησυχαστικά για τους κινδύνους των πυρηνικών ατυχημάτων τύπου Φουκουσίμα ή για την απειλή ενός πυρηνικού πολέμου.
Δεν παραλείπει επίσης να επισημάνει ότι χρειάζεται μεγαλύτερη διαφάνεια, θυμίζοντας ότι μετά το πυρηνικό ατύχημα στο Τσερνόμπιλ δεν έχει υπάρξει καμία συστηματική παρακολούθηση της υγείας του πληθυσμού που είχε εκτεθεί και παραμένει ακόμη άγνωστο το ακριβές επίπεδο της ραδιενέργειας στο οποίο εκτέθηκαν οι περισσότεροι.