Και οι μύθοι αυτοί μπορούν να αποβούν εξίσου επικίνδυνοι με την υπεριώδη (UV) ακτινοβολία. Τί ακριβώς κάνει η βάση αντηλιακού, ποιος δείκτης προστασίας SPF είναι καταλληλότερος, πότε και πώς πρέπει να βάζουμε αντηλιακό; Η Δρ. Cheryl Rosen της δερματολογικής κλινικής του Toronto Western Hospital προσπαθεί να βάλει μια… τάξη αρχίζοντας από το base tan.
Ο μύθος ότι η βάση αντηλιακού καθιστά το αντηλιακό… προαιρετικό είναι από τους πιο παλιούς και επίμονους, εξηγεί. Αυτό που κάνει το base tan είναι ότι επιτρέπει στο δέρμα να υποστεί περιορισμένη ζημιά από τον ήλιο, προετοιμάζοντάς το να υποστεί μεγαλύτερη ζημιά αργότερα. Αν μείνει κανείς μόνο με βάση αντηλιακού, αφήνει τα κύτταρα του δέρματος εκτεθειμένα στην UV ακτινοβολία χωρίς καμία προστασία –κάτι που οδηγεί σε βλάβη του DNA την οποία ο οργανισμός ίσως να μην μπορεί να αποκαταστήσει πλήρως, με αποτέλεσμα γήρανση του δέρματος ή δερματικό καρκίνο.
Ένας ακόμη μύθος είναι η αντίληψη ότι πρέπει να βάζουμε αντηλιακό 20 λεπτά πριν βγούμε έξω. «Στην πραγματικότητα το αντηλιακό αρχίζει να δουλεύει από την στιγμή που το βάζουμε. Ωστόσο ενδεχομένως είναι καλύτερα αν το βάλουμε λίγο νωρίτερα για να απορροφηθεί» λέει η Δρ. Rosen.
Οι ειδικοί ακόμη συστήνουν να αναζητούμε σκιά μεταξύ 10 π.μ. και 4 μ.μ., να φοράμε σοβαρά γυαλιά ηλίου κι όχι από… καλάθι, να προτιμούμε αντηλιακά που παρέχουν ευρύ φάσμα προστασίας από ακτινοβολία UVA και UVB και όταν είμαστε στο νερό ή κάνουμε θαλάσσια σπορ να είμαστε βέβαιοι ότι το αντηλιακό μας είναι αδιάβροχο. Επίσης, να μην παραβλέπουμε να βάζουμε αντηλιακό στον αυχένα και στην κορυφή των αυτιών μας που συνήθως… ξεχνάμε.
Αυτό που δεν πρέπει να ξεχνάμε, λένε οι δερματολόγοι, είναι ότι «απόλυτο» αντηλιακό δεν υπάρχει καθώς όλα αφήνουν να περνά λίγη ακτινοβολία UV. Αν σχεδιάζουμε να περάσουμε μια ολόκληρη μέρα έξω, τότε ένα αντηλιακό με δείκτη SPF 30 παρέχει την ελάχιστη δυνατή προστασία στα ηλιακά εγκαύματα. Τα αντηλιακά με μεγαλύτερο δείκτη προστασίας δεν διαρκούν περισσότερο ενώ οι κρέμες και οι λοσιόν καλύπτουν καλύτερα από λάδια και σπρέι.