Η βιταμίνη D δίνει ελπίδες στους πάσχοντες από την νόσο του Crohn
Πρόλογος: Σύμφωνα με μια νέα έρευνα, τα συμπληρώματα βιταμίνης D μπορεί να έχουν επίδραση στην εντερική δυσλειτουργία που συνδέεται με την νόσο του Crohn διαδραματίζοντας θετικό ρόλο στην αντιμετώπιση της συγκεκριμένης πάθησης.
Η πιλοτική μελέτη ερευνητών από το Τμήμα κλινικής Ιατρικής του Trinity Centre for Health Sciences στο νοσοκομείο St. James's Hospital του Δουβλίνου υποδεικνύει ότι η χορήγηση συμπληρωμάτων βιταμίνης D μπορεί να παρατείνει την ύφεση των συμπτωμάτων σε πάσχοντες από την νόσο του Crohn, αν και η κλινική αποτελεσματικότητα και οι διέποντες μηχανισμοί παραμένουν ακόμη ασαφείς. Στην σχετική έρευνα, οι ερευνητές είχαν στόχο να προσδιορίσουν αλλαγές στην λειτουργία του εντερικού φραγμού, όπως αυτές προσδιορίζονται από την εντερική διαπερατότητα και τις συγκεντρώσεις αντιμικροβιακών πεπτιδίων, αλλά και βιοδείκτες της νόσου σε απόκριση στα συμπληρώματα βιταμίνης D.
Οι δοκιμές σε ασθενείς με ύφεση συμπτωμάτων της νόσου έδειξαν ότι όσοι ελάμβαναν επί τρεις μήνες συμπληρώματα βιταμίνης καθημερινά είχαν περισσότερες πιθανότητας να διατηρήσουν την διαπερατότητα του εντέρου τους ενώ στα άτομα που ελάμβαναν εικονικό (placebo) φάρμακο η κατάσταση επιδεινώθηκε. Η αυξημένη εντερική διαπερατότητα θεωρείται μέτρο της εντερικής διαρροής η οποία φαίνεται να προηγείται των περιπτώσεων κλινικής υποτροπής ασθενών με νόσο του Crohn. Επίσης, τα άτομα με τα υψηλότερα επίπεδα βιταμίνης D στο αίμα τους εμφάνισαν σημάδια μειωμένης φλεγμονής ενώ ανέφεραν και καλύτερη ποιότητα ζωής. Παρά τα πολλά υποσχόμενα αποτελέσματα πάντως, οι ερευνητές επισημαίνουν ότι πριν φτάσουμε σε μια θεραπεία για την συγκεκριμένη πάθηση θα απαιτηθούν περαιτέρω ελεγχόμενες δοκιμές.
Η νόσος του Crohn είναι μια ισόβια, χρόνια, υποτροπιάζουσα και υποχωρούσα γαστρεντερική πάθηση, η οποία χαρακτηρίζεται από φλεγμονή που μπορεί να περιλαμβάνει οποιοδήποτε τμήμα του γαστρεντερικού σωλήνα. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν κοιλιακό άλγος, διάρροια, κόπωση και σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της ποιότητας ζωής, απουσία από την εργασία, νοσηλείες έως και χειρουργική επέμβαση. Τα ακριβή αίτια είναι άγνωστα, ωστόσο πιστεύεται ότι ενέχονται ανοσοποιητικοί, γενετικοί αλλά και περιβαλλοντικοί παράγοντες.