Κυρίως επειδή προέρχεται από τα χείλη του έγκριτου καθηγητή της πολιτικής της Υγείας και καθηγητή του LSE Health and Political Science του Λονδίνου, Ηλία Μόσιαλου. Οπως τόνισε στην ομιλία του κατά τη διάρκεια της ημερίδας “The future of Ηealthcare in Greece” ο κ.Μόσιαλος, τα ιατρικά λάθη εντός του συστήματος υγείας είναι πάρα πολλά, και μάλιστα πολύ περισσότερα απ’ ότι θα περίμενε κανείς και διεθνώς, όπως είπε χαρακτηριστικά:
”Υπάρχουν πάρα πολλοί θάνατοι από ιατρικά λάθη. Στις ΗΠΑ για παράδειγμα χάνονται περισσότεροι άνθρωποι απ΄ ότι από ιό ΗΙV. Δηλαδή, 110 χιλιάδες άτομα τον χρόνο χάνονται από ιατρικά σφάλματα, σε σύγκριση με 75 χιλιάδες από τον ιό του HIV. Είναι πάρα πολλοί θάνατοι κι αυτό δεν έχει να κάνει με το ότι οι γιατροί δεν είναι καλοί. Είναι λάθη του συστήματος και στο πως οργανώνεται το σύστημα”, τόνισε χαρακτηριστικά ο καθηγητής.
“Αντιμετωπίζουμε τους ασθενείς σαν βιομηχανία παραγωγής παπουτσιών”
Ο κ. Ηλίας Μόσιαλος ανέλυσε με στοιχεία τους λόγους για τους οποίους οι ασθενείς δεν έχουν όχι μόνο σωστή περίθαλψη, αλλά κυρίως πρωτογενή, δευτερογενή ακόμη και τριτογενή πρόληψη. Σύμφωνα δε με τα στοιχεία που παρέθεσε, οι χώρες του ΟΟΣΑ -σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη- δαπανούν στην υγεία τεράστια ποσά, ενώ το 1/3 από αυτά τα ποσά, όπως είπε χαρακτηριστικά, δεν έχει καμία αποτελεσματικότητα:
“Δεν ξέρουμε πραγματικά τι δουλεύει και τι δεν δουλεύει στα προβλήματα υγείας. Συνεχίζουμε να επενδύουμε πόρους σε επεμβάσεις που “δεν δουλεύουν”. Αντιμετωπίζουμε τους ασθενείς σαν βιομηχανία παραγωγής παπουτσιών, δηλαδή, είναι όλοι το ίδιο. Δεν υπάρχει ειδική αντιμετώπιση για τα προβλήματα των ασθενών με πολυνοσηρότητα”.
Η πληθώρα διαφόρων ειδών επεμβάσεων σε ειδικά προβλήματα (π.χ. για αντικατάσταση γονάτου ή καρδιολογικές επεμβάσεις) δεν εξυπηρετούν τον ίδιο τον ασθενή, είπε ο κ. Μόσιαλος, ούτε ερμηνεύονται με τα επιδημιολογικά δεδομένα, παρά μόνο με κίνητρα προκλητής ζήτησης.
Επίσης, τόνισε με έμφαση το πρόβλημα της μη ύπαρξης της επιβεβλημένης συνεργασίας των γιατρών διαφορετικών ειδικοτήτων προς όφελος του ασθενούς:
“Δεν έχουμε λογικές εργασιακές σχέσεις μέσα στα νοσοκομεία. Δηλαδή να συνεργάζεται ο διαβητολόγος με τον καρδιολόγο, ο γιατρός με το νοσηλευτή, ή ο γιατρός με τον φυσιοθεραπευτή. Ο καθένας κάνει ότι νομίζει παρ’ ότι το 7Ο% αυτών που νοσηλεύονται στα νοσοκομεία είναι ασθενείς με πολυνοσηρότητα. Αρα θα έπρεπε να επιβάλλεται συνεργασία μεταξύ των επαγγελμάτων, η οποία δεν υπάρχει ούτε μέσα στο ίδιο το νοσοκομείο. Αυτό επιτείνεται όταν εξετάσουμε το γεγονός ότι η νοσοκομειακή φροντίδα δεν συνδέεται με την εξωνοσοκομειακή, ούτε με τη μακροχρόνια φροντίδα, ούτε υπάρχει διασύνδεση με τα φαρμακεία, ούτε συνεργασία μεταξύ των επαγγελματιών της υγείας”.
Σταματούν να παίρνουν τα φάρμακά τους οι καρδιοπαθείς ένα χρόνο μετά το έμφραγμα
‘Αμοιροι ευθυνών, όμως, δεν είναι ούτε οι ίδιοι οι ασθενείς, όπως είπε ο καθηγητής του LSE, καθώς υπάρχει σημαντικό έλλειμμα παιδείας και συμμόρφωσης στις θεραπείες:
“Οι ασθενείς πολλές φορές αγνοούν τις οδηγίες των γιατρών. Το 50% που πάσχει από άσθμα σταματά να παίρνει τα φάρμακά του μετά από ένα χρόνο. Το ίδιο συμβαίνει και με την υπέρταση. Κι ακόμα χειρότερα το 25% αυτών που έπαθαν μια καρδιακή προσβολή σταματά να παίρνει τα φάρμακά του και το 25% αυτών που σταματάνε τα φάρμακα, πεθαίνει ένα χρόνο αργότερα. Αυτά είναι σημαντικά προβλήματα και πρέπει να αλλάξουμε τη λογική του συστήματος υγείας”, λέει ο κ.Μόσιαλος.
Πολυνοσηρότητα, κοινωνικές ανισότητες και κοινωνική πολιτική
Η πολυνοσηρότητα συγκεντρώνεται κυρίως στον εργαζόμενο πληθυσμό και όχι τόσο στους ηλικιωμένους, είπε παραθέτοντας διεθνή στοιχεία ο καθηγητής. Η μεγαλύτερη νοσηρότητα, μάλιστα, παρατηρείται στις παραγωγικές ηλικίες, μεταξύ 35 και 65, ενώ “χτυπά” επίσης, περισσότερο τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα, σύμφωνα με τον κ.Μόσιαλο:
“Έχει ιδεολογικό πρόσημο. Δεν είναι των πλουσίων, είναι η πολυνοσηρότητα των φτωχών. ‘Αρα το σημαντικό μέρος του εργατικού δυναμικού, δεν είναι το εργατικό δυναμικό των 10 και των 20.000 ευρώ. Είναι το εργατικό δυναμικό των 700 των 800 και των 1.000 ευρώ. Αρα οι παρεμβάσεις στο Σύστημα Υγείας θα πρέπει να έχουν ως κύριο στόχο, τις παρεμβάσεις στο σύστημα των ανισοτήτων”.
Αυτό σημαίνει, σύμφωνα με τον καθηγητή των Οικονομικών της Υγείας, ότι ένα σύστημα υγείας, όπως της Ελλάδας, χωρίς πρωτοβάθμια φροντίδα και ολιστική και ενιαία προσέγγιση στη διαχείριση του ασθενούς, θα πρέπει να εφαρμόζει ευνοϊκή κοινωνική πολιτική για τα χαμηλότερα στρώματα.
“Αν θέλουν τα συστήματα υγείας να αυξήσουν τη συμμετοχή των πολιτών στις δαπάνες υγείας και να δώσουν ένα “σήμα” στους πολίτες ότι “οι υπηρεσίες υγείας κοστίζουν”, ποιοι νομίζετε ότι θα την πληρώσουν; Οι ευπαθείς ομάδες τις κοινωνίας. Οπότε κάθε φορά που αυξάνουμε τη συμμετοχή των ασθενών δεν χτυπάμε το σύνολο της κοινωνίας, αλλά τις ευπαθείς ομάδες της κοινωνίας που έχουν και τις μεγαλύτερες ανάγκες», τόνισε ο κ. Ηλίας Μόσιαλος.