Κακοποίηση: Κατάθλιψη, αποβολές, αλκοολισμός και αυτοτραυματισμοί μεταξύ των επιπτώσεων στην υγεία των θυμάτων [μελέτη]
Οι άνθρωποι που έχουν υποστεί κακοποίηση είναι πιο πιθανό να βιώσουν ευρύτερες επιπτώσεις στη σωματική και ψυχική υγεία από ό,τι πιστεύαμε προηγουμένως, σύμφωνα με νέα μελέτη.
Σε μια παγκόσμια ανασκόπηση και μετα-ανάλυση στοιχείων που δημοσιεύθηκαν στο Nature Medicine σήμερα, Τρίτη 12 Δεκεμβρίου 2023, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι υπάρχει αυξημένος κίνδυνος, στην περίπτωση άσκησης βίας από τον σύντροφο ή σεξουαλικής κακοποίησης κατά την παιδική ηλικία, για την εμφάνιση συγκεκριμένων παθήσεων, όπως είναι η μείζονα καταθλιπτική διαταραχή, για αποβολή στην περίπτωση που το θύμα έχει υποστεί κακοποίηση από τον σύντροφό του, όπως και για κατάχρηση αλκοόλ και αυτοτραυματισμό στα παιδιά.
Θύμα κακοποίησης 1 στις 3 γυναίκες παγκοσμίως
Παγκοσμίως, μία στις τρεις γυναίκες έχει βιώσει βία από κάποιον σύντροφο στη ζωή της και περίπου το 20% των νεαρών γυναικών και το 10% των νεαρών ανδρών έχουν βιώσει κάποια μορφή παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης. Ωστόσο, η έρευνα που διερευνά τα αποτελέσματα στην υγεία που συνδέονται με τη βία από τον σύντροφο και τη σεξουαλική κακοποίηση στην παιδική ηλικία είναι περιορισμένη.
Οι συγγραφείς διαπίστωσαν ότι η κακοποίηση από σύντροφο είχε μέτρια σχέση με αυξημένο κίνδυνο μείζονων καταθλιπτικών διαταραχών (63%) και αυξημένο κίνδυνο να υπάρξει άμβλωση και αποβολή (35%). Η παιδική σεξουαλική κακοποίηση αποδείχθηκε ότι συνδέεται σε μέτριο βαθμό με αυξημένο κίνδυνο κατάχρησης αλκοόλ και αυξημένο κίνδυνο αυτοτραυματισμού (45% και 35% αντίστοιχα). Οι συγγραφείς επισημαίνουν ότι τα ευρήματα αυτά είναι μεγαλύτερα σε μέγεθος και πιο εκτεταμένα από ό,τι πιστευόταν μέχρι τώρα.
«Η περιεκτική αυτή μελέτη σηματοδοτεί ένα σημαντικό βήμα στην κατανόηση των σημαντικών επιπτώσεων που έχει για την υγεία η βία σε βάρος των γυναικών από στενό σύντροφο και η παιδική σεξουαλική κακοποίηση. Τα ευρήματά μας αποκαλύπτουν όχι μόνο τις ανησυχητικές συσχετίσεις που έχουν αυτές οι μορφές βίας με καταστάσεις όπως η μείζονα καταθλιπτική διαταραχή, η αποβολή, οι διαταραχές κατάχρησης αλκοόλ και ο αυτοτραυματισμός, αλλά υπογραμμίζουν επίσης την επείγουσα ανάγκη για ισχυρά προληπτικά μέτρα και συστήματα υποστήριξης», ανέφερε σχετικά ο Δρ Joht Singh Chandan, Κλινικός Αναπληρωτής Καθηγητής Δημόσιας Υγείας στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ, από τους επικεφαλής της συντακτικής ομάδας της μελέτης.
«Ενώ έχουμε ρίξει φως σε αυτά τα κρίσιμα ζητήματα υγείας, η έρευνά μας υπογραμμίζει επίσης τα κενά που υπάρχουν σε όσα γνωρίζουμε και την ανάγκη για συνεχή έρευνα για την πλήρη κατανόηση των εκτεταμένων συνεπειών μιας τέτοιας βίας. Είναι επιτακτική ανάγκη να χρησιμοποιήσουμε αυτές τις γνώσεις για να ενημερώσουμε τις πολιτικές, την υγειονομική περίθαλψη και τις παρεμβάσεις σε επίπεδο κοινότητας, διασφαλίζοντας ένα ασφαλέστερο και υγιέστερο μέλλον για τα άτομα που επηρεάζονται από αυτές τις διάχυτες μορφές βίας», ανέφερε από την πλευρά της η καθηγήτρια Εμμανουέλα Γακίδου από το Ινστιτούτο Μετρήσεων και Αξιολόγησης Υγείας του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον, επίσης από τους επικεφαλής της συντακτικής ομάδας της μελέτης.
Ο Dr Nicholas Metheny, Επίκουρος Καθηγητής στη Σχολή Νοσηλευτικών Σπουδών και Σπουδών Υγείας στο Πανεπιστήμιο του Μαϊάμι, δήλωσε: «Η έρευνά μας σηματοδοτεί μια κομβική αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την επιβάρυνση για την κοινωνία και την υγεία που συνεπάγεται η άσκηση βίας από στενό σύντροφο. Μέχρι τώρα, τα στοιχεία μας υπογράμμιζαν κυρίως τη συμβολή της βίας από τον σύντροφο στον HIV και την κατάθλιψη, υποτιμώντας ουσιαστικά τον ευρύτερο αντίκτυπό της. Αυτή η μελέτη διευρύνει την κατανόησή μας, αποκαλύπτοντας τον εκτεταμένο αντίκτυπό της σε ένα ευρύτερο φάσμα κακών αποτελεσμάτων υγείας».
«Αυτή η νέα προοπτική είναι ζωτικής σημασίας για την αναγνώριση του φαινομένου της βίας ως επιτακτικής ανάγκης για τη δημόσια υγεία, με την ελπίδα να οδηγήσει τόσο σε πολιτικό όσο και σε επιστημονικό επίπεδο σε αποτελεσματικές στρατηγικές πρόληψης και παρέμβασης», πρόσθεσε.
Ανασκόπηση σε 4000 μελέτες
Ψάχνοντας σε άρθρα που δημοσιεύτηκαν σε επτά βάσεις δεδομένων, η Εμμανουέλα Γακίδου και οι συνεργάτες της εξέτασαν περισσότερες από 4.000 μελέτες, οι 229 από τις οποίες πληρούσαν τα κριτήρια για συμπερίληψη.
Χρησιμοποιώντας τη μεθοδολογία του βάρους της απόδειξης (μια μετα-αναλυτική προσέγγιση για την εκτίμηση ενός συντηρητικού μέτρου του αυξημένου ή μειωμένου κινδύνου ενός συγκεκριμένου αποτελέσματος για την υγεία μετά από έκθεση σε επιβλαβή ή προστατευτικό παράγοντα κινδύνου), αξιολόγησαν την ισχύ των αποδεικτικών στοιχείων που συνδέουν τη βία από σύντροφο ή και την παιδική σεξουαλική κακοποίηση σε αποτελέσματα υγείας, τα οποία υποστηρίζονται από τουλάχιστον τρεις μελέτες.
Στη μελέτη εντοπίστηκαν και επιπρόσθετα πιθανά αποτελέσματα για την υγεία, συμπεριλαμβανομένων της συσχέτισης των υπερτασικών διαταραχών με τη βία του συντρόφου και του καπνίσματος με την παιδική σεξουαλική κακοποίηση. Ωστόσο, η έρευνα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, λόγω έλλειψης στοιχείων, τα πιθανά αυτά αποτελέσματα δεν μπορούσαν να συμπεριληφθούν στη μετα-ανάλυση.
Οι συγγραφείς σημειώνουν ότι οι μελέτες είναι μελέτες παρατήρησης και δεν μπορούν να αποδείξουν την αιτιότητα και τονίζουν ότι τα ευρήματά τους είναι περιορισμένα λόγω του περιορισμένου αριθμού των μελετών που διερευνούν αυτές τις σχέσεις. Προτείνουν ότι η έρευνά τους καταδεικνύει τις ευρείες επιπτώσεις για την υγεία που προκαλεί η βία από στενό σύντροφο και η σεξουαλική κακοποίηση στην παιδική ηλικία, αλλά τονίζουν την ανάγκη για περαιτέρω έρευνα για την ενίσχυση της βάσης στοιχείων.
Η μελέτη χρηματοδοτήθηκε από το Ίδρυμα Bill and Melinda Gates.
Φωτογραφία: iStock
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
ΓΚ Νίκαιας: Σε ακρωτηριασμό του κάτω άκρου του αστυνομικού προχώρησαν οι γιατροί
Ιαπωνία: Πέθανε σε ηλικία 116 ετών η γηραιότερη γυναίκα – Πάνω από 92.000 οι αιωνόβιοι
Νέα πανίσχυρα ναρκωτικά «Φράνκενσταϊν» προκαλούν δεκάδες θανάτους στη Βρετανία