Η έρευνα αποτυπώνει το ταξίδι των γυναικών στην φουρτούνα της υγείας τους που ονομάζεται καρκίνος του μαστού –από τη στιγμή της εμφάνισης των πρώτων συμπτωμάτων και ενδείξεων, τη διάγνωση, τη θεραπεία και μέχρι το τέλος αυτής και την παρακολούθηση– με στόχο τη διερεύνηση των συνθηκών πρόσβασης των ασθενών με καρκίνο του μαστού στις υπηρεσίες υγείας, την ανίχνευση πιθανών εμποδίων στην πρόσβαση, την αποτύπωση της κοινωνικοοικονομικής επίπτωσης της νόσου στα νοικοκυριά καθώς και των ψυχολογικών επιπτώσεων της νόσου.
Τα παραπάνω ανακοίνωσαν σε Συνέντευξη Τύπου οι: Γιάννης Κυριόπουλος, Καθηγητής Οικονομικών της Υγείας, Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας, Κλεοπάτρα Γαβριηλίδου, Πρόεδρος του Πανελλήνιου Συλλόγου Γυναικών με Καρκίνο Μαστού «Άλμα Ζωής», Ελπίδα Πάβη, Επιμελήτρια του Τομέα Οικονομικών της Υγείας, Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας και Βανέσα Τσιάντου, Επιστημονική Συνεργάτιδα του Τομέα Οικονομικών της Υγείας, Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας.
Ο καρκίνος του μαστού είναι ο πιο συχνός καρκίνος στο γυναικείο πληθυσμό και η πρώτη αιτία θανάτου γυναικών από νεοπλασματική νόσο. Μόνο τo 2012, 1,7 εκ. γυναίκες διαγνώστηκαν με καρκίνο του μαστού ενώ στην Ελλάδα την ίδια χρονιά αναφέρθηκαν 4.934 νέες περιπτώσεις καρκίνου του μαστού.
Τα ευρήματα της έρευνας είναι πολλά και εξαιρετικά τόσο όσον αφορά στην ευαισθητοποίηση των γυναικών για πρόληψη αλλά και όσον αφορά στα εμπόδια πρόσβασης σε προληπτικό έλεγχο ή και θεραπεία. Συνολικά, σημαντικό ήταν το ποσοστό (31%) των γυναικών που δήλωσαν ότι θα μπορούσαν να είχαν λάβει πιο έγκαιρα φροντίδα, κυρίως στο στάδιο μέχρι τη διάγνωσή τους με καρκίνο του μαστού.
Το 75,8% των γυναικών δήλωσαν ότι γνώριζαν να κάνουν ψηλάφηση μαστού και το 49% δεν είχε κάνει ποτέ αυτοεξέταση μαστού. Μία στις τρεις γυναίκες δεν είχε επισκεφτεί ποτέ γιατρό για ψηλάφηση, και το 35,7% δεν είχε κάνει ποτέ μαστογραφία.
Οι γυναίκες αναφέρουν σε ποσοστό 30,8% εμπόδια στην πρόσβαση σε γιατρό, και εμπόδια στην πρόσβαση σε μαστογραφία για πρόληψη σε ποσοστό 26,5%, με κύριους λόγους «πολύ απασχολημένη», «αμέλεια», «κόστος». Το 69,3% εντόπισαν ένα σύμπτωμα (κυρίως ψηλάφησαν όγκο στο στήθος), το οποίο τις έκανε να απευθυνθούν σε γιατρό, ενώ το 30,7% εντόπισε κάποιο πρόβλημα στον προληπτικό έλεγχο
Οι ασθενείς επισκέπτονται κατά μέσο όρο 2,9 γιατρούς (γυναικολόγο ή χειρουργό) μέχρι την επιβεβαίωση της διάγνωσης και 1,8 χειρουργούς για να επιλέξουν τον χειρουργό τους. Από την πρώτη επίσκεψη σε γιατρό μέχρι την παραπομπή για διερεύνηση πιθανότητας καρκίνου μεσολαβούν κατά μέσο όρο 18 ημέρες. Το 21% των γυναικών που συμμετείχαν στην έρευνα δηλώνουν ότι θα μπορούσαν να είχαν απευθυνθεί νωρίτερα σε γιατρό. Αποδίδουν την καθυστέρηση σε ψυχολογική άρνηση, άλλες υποχρεώσεις ή και φόβο.
Τα κριτήρια επιλογής νοσοκομείου για το χειρουργείο είναι κατά κύριο λόγο ο γιατρός επιλογής τους και η ύπαρξη εξειδικευμένης μονάδας στο νοσοκομείο. Σε όλα τα στάδια της θεραπείας (χειρουργείο, χημειοθεραπείες, ακτινοθεραπείες), οι γυναίκες φαίνεται ότι κατά βάση ακολουθούν τον γιατρό επιλογής τους, αν και άλλοι παράγοντες (όπως το κόστος ή η ποιότητα του εξοπλισμού) συνυπολογίζονται στην επιλογή της μονάδας υγείας που πραγματοποιούν τις θεραπείες.
Στο στάδιο της παρακολούθησης, από τις γυναίκες που συμμετείχαν στην έρευνα 5,6% δηλώνουν εμπόδια στην πρόσβαση σε γιατρό, και 3,6% δηλώνουν εμπόδια σε εξετάσεις με κυριότερους λόγους την αδυναμία κάλυψης του κόστους και την έλλειψη χρόνου.
Τις δαπάνες θεραπείας καλύπτουν κατά κύριο λόγο τα ασφαλιστικά ταμεία, αλλά και οι ίδιες οι ασθενείς με ιδιωτικές πληρωμές. Σε ποσοστό 91,4% χρησιμοποιούν το ασφαλιστικό τους ταμείο, το οποίο καλύπτει μερικώς ή ολικά τη δαπάνη θεραπείας. Ποσοστό 76,6% αναφέρει ότι κάλυψε μέρος της δαπάνης είτε το σύνολο αυτής με ιδιωτικές πληρωμές.
Οι ίδιες (ιδιωτικές) πληρωμές μπορεί να ξεπεράσουν τα 2000€ ανάλογα με τη θεραπεία. Περίπου 10% των γυναικών που συμμετείχαν στην έρευνα αναγκάστηκαν είτε να δανειστούν είτε εκποίησαν περιουσιακά στοιχεία. Η επιβάρυνση της οικογένειας είναι μεγάλη: 48% πλήρωσαν είτε για βοήθεια στο σπίτι είτε για φύλαξη των παιδιών, ενώ πριν δεν χρειαζόταν. Από τις εργαζόμενες 30% σταμάτησε να δουλεύει για κάποιο χρονικό διάστημα ή πήρε άδεια άνευ αποδοχών ενώ το 11% παραιτήθηκε από τη δουλειά του. Σε ποσοστό 35% δήλωσαν ότι μέλη της οικογένειάς του χρειάστηκε να εγκαταλείψουν προσωρινά τη δουλειά τους, και 28,5% να μετακομίσουν από τον τόπο κατοικίας για να βοηθήσουν.
Για άλλη μια φορά τα στοιχεία τονίζουν ότι προκύπτει η ανάγκη υιοθέτησης ενός Εθνικού Προγράμματος Προσυμπτωματικού Ελέγχου.