Ο κορονοϊός Covid-19 αποτέλεσε αντικείμενο περισσότερων από 1.500 μελετών σε διάστημα 2,5 μηνών. Ωστόσο η σπουδή των ερευνητικών ομάδων να δημοσιεύσουν ό,τι μπορούσαν, ήταν εις βάρος της επιστημονικής αλήθειας.
Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει μια νέα ανάλυση, η οποία αποκαλύπτει ότι οι περισσότερες από αυτές τις μελέτες απλώς επέτειναν την σύγχυση που προκάλεσε ο νέος κορωνοϊός. Και αυτό διότι τα στοιχεία τους ελάχιστα συνέβαλλαν στην αύξηση των γνώσεων για τον νέο εχθρό.
Πώς είναι δυνατό να συνέβη κάτι τέτοιο; Η απάντηση κρύβεται στον σχεδιασμό τους, ισχυρίζεται ο επικεφαλής ερευνητής Dr. Mintu Turakhia, αναπληρωτής καθηγητής Καρδιαγγειακής Ιατρικής και διευθυντής στο Κέντρο Ψηφιακής Υγείας του Πανεπιστημίου Στάνφορντ.
«Λιγότερες από τρεις στις δέκα μελέτες που διεξήχθησαν την άνοιξη του 2020 ήσαν καλά σχεδιασμένες, ώστε να παράγουν αξιόπιστα αποτελέσματα», είπε. «Παρά την εκπληκτική ενεργοποίηση της επιστημονικής κοινότητας, όλες οι άλλες είναι απίθανο να προσέφεραν ισχυρά στοιχεία για τη λοίμωξη που προκαλεί ο νέος κορωνοϊός».
Ο άρτιος σχεδιασμός
Είναι χαρακτηριστικό ότι από τις μελέτες σε ανθρώπους (κλινικές μελέτες) μόλις οι 75 (το σχεδόν 11% του συνόλου) ήσαν άρτια σχεδιασμένες. Αυτό σημαίνει ότι πληρούσαν και τις τρεις προϋποθέσεις που ακολουθούν:
- Ήταν τυχαιοποιημένες. Δηλαδή οι ασθενείς είχαν χωριστεί τυχαία σε ομάδες για να λάβουν μια πιθανή θεραπεία ή ένα εικονικό φάρμακο (ανενεργή ουσία)
- Ήταν «τυφλές». Δηλαδή ούτε οι ασθενείς ούτε οι γιατροί τους ήξεραν τι λαμβάνουν (το πιθανό φάρμακο ή το εικονικό φάρμακο)
- Ήταν πολυκεντρικές. Δηλαδή συμμετείχαν πολλά νοσηλευτικά/ερευνητικά κέντρα, οπότε ο συνολικός αριθμός των συμμετεχόντων ασθενών ήταν τουλάχιστον 100.
«Οι κλινικές μελέτες που δεν πληρούν όλες αυτές τις προϋποθέσεις, δεν παράγουν αρκετά ισχυρά στοιχεία ώστε να προοδεύσει η γνώση για τον κορωνοϊό», είπε ο Dr Turakhia.
Τα νέα ευρήματα δημοσιεύονται στην ιατρική επιθεώρηση JAMA Internal Medicine. Όπως γράφουν οι ερευνητές στο άρθρο τους, αναζήτησαν στην αμερικανική ιστοσελίδα μελετών clinicaltrials.gov τις μελέτες που δηλώθηκαν έως τις 19 Μαΐου 2020. Συνολικά βρήκαν 1.551 μελέτες για τον κορωνοϊό. Οι 1.180 (το 76,1%) είχαν διεξαχθεί σε μεμονωμένα νοσηλευτικά/ερευνητικά κέντρα. Οι 664 ήταν τυχαιοποιημένες κλινικές μελέτες, αλλά λιγοστές πληρούσαν και τους τρεις κανόνες που προαναφέρθηκαν.
Συνολικά, μόνο το 29,1% όλων των μελετών είχαν όλα όσα απαιτούνται για να παράγουν αξιόπιστα αποτελέσματα, σύμφωνα με τους ερευνητές.
Μελέτες παρατήρησης
Οι κλινικές μελέτες αποτελούν τον χρυσό κανόνα της ιατρικής έρευνας. Ωστόσο και οι λεγόμενες μελέτες παρατήρησης παρέχουν σημαντικές πληροφορίες. Στις μελέτες αυτές οι επιστήμονες καταγράφουν τις τάσεις ανάμεσα στους ανθρώπους, παρατηρώντας τους στον αληθινό κόσμο. Εν προκειμένω, η παρατήρηση γινόταν στα νοσοκομεία και στους χώρους όπου βρίσκονταν ασθενείς με τη λοίμωξη που προκαλεί ο νέος κορωνοϊός.
Δυστυχώς, από τις 640 μελέτες παρατήρησης που δημοσιεύθηκαν την επίμαχη περίοδο, μόνο οι δύο στις πέντε είχαν διεξαχθεί σε περισσότερα από ένα νοσοκομεία. Και αυτές όμως είχαν αδυναμίες στο σχεδιασμό τους, με τελική συνέπεια μόνο το 13,6% να παρέχουν ισχυρά επιστημονικά δεδομένα.
«Όταν κοιτάζει κανείς τις έρευνες και τις μελέτες της πρώτης περιόδου του κορωνοϊού, συνειδητοποιεί πως όντως είναι αδύναμες», σχολίασε η Dr. Tracy Wang, διευθύντρια Υπηρεσιών Υγείας & Ερεύνης στο Ινστιτούτο Κλινικής Έρευνας του Πανεπιστημίου Duke, στη Βόρεια Καρολίνα.
Όπως εξηγεί, καθώς ο κορωνοϊός εξαπλωνόταν την άνοιξη, οι επιστήμονες έκαναν αγώνα δρόμου για να καταλάβουν τι συνέβαινε. Ωστόσο οι προσπάθειές τους γίνονταν χωρίς συντονισμό και ήταν μικρής κλίμακας. Γι’ αυτό και τα συμπεράσματά τους παρείχαν αδύναμες ενδείξεις για όλες τις παραμέτρους που εξέτασαν.
«Προς το παρόν, η συντριπτική πλειονότητα των δημοσιευμένων μελετών, το 80-90%, δεν είναι τυχαιοποιημένες», είπε η Dr Wang. Αυτό τις καθιστά «πρακτικά άχρηστες» για οποιαδήποτε ευρείας κλίμακας ανάλυση.
Αντιφατικά ευρήματα
Το μεγαλύτερο πρόβλημα, όμως, είναι ότι οι ελλιπώς σχεδιασμένες μελέτες επέτειναν τη σύγχυση σε κοινό και επαγγελματίες της Υγείας. Και αυτό εξαιτίας των αντιφατικών ευρημάτων τους για τη λοίμωξη που προκαλεί ο κορωνοϊός. «Αυτά τα αντιφατικά ευρήματα ακόμα και τώρα δεν οδηγούν σε σωστές απαντήσεις», πρόσθεσε.
Είναι χαρακτηριστικό ότι από τις κλινικές μελέτες, μόνο η μία στις τρεις εξέτασε την πιο σημαντική έκβαση της νόσου: τη θνησιμότητα. «Η θνησιμότητα είναι το καταληκτικό σημείο, όπως το αποκαλούμε, που έχει τη μεγαλύτερη σημασία για τον ασθενή και τον γιατρό του. Βοήθησε το δυνητικό φάρμακο ή θεραπεία τον ασθενή να ζήσει περισσότερο; Θα έπρεπε να αποτελεί προτεραιότητα, αλλά απ’ ό,τι αποδεικνύεται οι περισσότερες μελέτες δεν το εξέτασαν αυτό», τόνισε η Dr Wang.
Οι δύο επιστήμονες εκτιμούν ότι πλέον η κατάσταση έχει βελτιωθεί και οι μελέτες σχεδιάζονται πιο προσεκτικά. Και ευελπιστούν, ότι η ανταπόκριση της επιστημονικής κοινότητας σε αυτήν και σε επόμενες κρίσεις, θα είναι καλύτερη.
«Δεν μπορεί να θυσιάζουμε την ποιότητα της ιατρικής έρευνας επειδή αντιμετωπίζουμε μια κρίση στη δημόσια Υγεία», τόνισε ο Dr Turakhia. «Οι μελέτες πρέπει να γίνονται προσεκτικά. Ειδάλλως οδηγούμαστε σε λάθος συμπεράσματα και λάθος αποφάσεις». Και στην πορεία, οι επιστήμονες χάνουν την εμπιστοσύνη του κόσμου σε όσα λένε και συνιστούν…