Με σχετικά μεγάλη σιγουριά, οι επιστήμονες μπορούν πλέον να διαβεβαιώσουν ότι τα σχολεία δεν αποτελούν εστίες υπερμετάδοσης του κορονοϊού. Μόνη εξαίρεση ίσως, οι έφηβοι στις μεγάλες τάξεις του Λυκείου, οι οποίοι φαίνεται να έχουν την ίδια δυναμική μετάδοσης με τους ενήλικες. Οι ειδικοί, ωστόσο, δεν γνωρίζουν ακόμα σε ποιο μηχανισμό οφείλεται αυτό. Σημειώνουν, επίσης, ότι αν και μειωμένος ο κίνδυνος μετάδοσης της λοίμωξης Covid-19 δεν είναι μηδενικός.
Σε περιοχές για παράδειγμα που υπάρχει εκθετική διασπορά του κορονοϊού δεν ισχύει ο γενικός κανόνας . Στη Θεσσαλονίκη, περιοχή που βρίσκεται στο «κόκκινο» και έχει επιδημική δραστηριότητα σε υψηλά επίπεδα στα σχολεία σημειώνονται πολλά κρούσματα ανάμεσα σε μαθητές και εκπαιδευτικούς. Η Ε’ ΕΛΜΕ Θεσσαλονίκης σε ανακοίνωσή της κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, επισημαίνοντας ότι χρειάζεται να γίνονται εκτεταμένοι δωρεάν διαγνωστικοί έλεγχοι στα κρούσματα, αλλά και ιχνηλάτηση από τον ΕΟΔΥ.
Οι εκπαιδευτικοί καταγγέλλουν ότι πολλές φορές οι οδηγίες για καραντίνα δίνονται τηλεφωνικά από τις αρμόδιες υπηρεσίες και τα ειδικά κλιμάκια δεν επισκέπτονται καν τα σχολεία για τη διαδικασία της ιχνηλάτησης. Επίσης, επισημαίνουν ότι οι συνθήκες που αντιμετωπίζουν στα σχολεία δεν βοηθούν και συγκεκριμένα, «μαθητές και εκπαιδευτικοί συνεχίζουν να στοιβάζονται σε πολυπληθή τμήματα, σε ακατάλληλους χώρους και κτήρια (υπόγεια, προκάτ, μικρές αίθουσες χωρίς αερισμό), χωρίς αποστάσεις και χωρίς το απαραίτητο προσωπικό καθαριότητας».
Τι αναφέρουν οι πρόσφατες μελέτες για τη διάδοση του κορονοϊού στα σχολεία
Σύμφωνα με πρόσφατη δημοσίευση στο περιοδικό Nature*, τα μικρότερα παιδιά δεν είναι πιθανό να συμβάλουν σημαντικά στη μετάδοση του SARS-CoV-2, ενώ τα μεγαλύτερα μπορεί να βρίσκονται σε μεγαλύτερο κίνδυνο.
Τα διεθνή δεδομένα δείχνουν ότι τα σχολεία ενδεχομένως να μην αποτελούν εστίες υπερμετάδοσης της λοίμωξης COVID-19, παρά τους ενδοιασμούς κατά την επαναλειτουργία τους μετά το προηγούμενο lockdown. Ο συγχρωτισμός μεγάλου αριθμού ατόμων σε κλειστό χώρο για μεγάλο χρονικό διάστημα ευοδώνει τη μετάδοση των ιώσεων από άτομο σε άτομο. Παρόλο που τα παιδιά μπορεί να μολυνθούν από τον SARS-CoV-2 και να παράγουν ιικά σωματίδια, ωστόσο δεν καταγράφονται σημαντικές συρροές κρουσμάτων σε περιπτώσεις θετικών κρουσμάτων σε σχολεία. Βεβαίως, σε περιοχές όπου η επιδημική δραστηριότητα παραμένει σε χαμηλά επίπεδα θεωρείται ασφαλέστερη η λειτουργία των σχολικών μονάδων.
Στην Ιταλία περισσότερο από 65.000 σχολεία άνοιξαν το Σεπτέμβριο, ενώ παράλληλα άρχισε να σημειώνεται άνοδος των κρουσμάτων στην κοινότητα. Κατά τον πρώτο μήνα λειτουργίας τους μόνο 1.212 σχολικές μονάδες ανέφεραν κρούσματα COVID-19 και μάλιστα στο 93% των περιπτώσεων αφορούσαν μεμονωμένα κρούσματα που απομονώθηκαν έγκαιρα. Αντίστοιχα είναι και τα ποσοστά στην Αυστραλία. Στις ΗΠΑ το ποσοστό των παιδιών που ήταν θετικά στον SARS-CoV-2 συνέχισε να αυξάνεται με το άνοιγμα το σχολείων και παράλληλα με τη συνολική επιδημική καμπύλη στην κοινότητα. Ωστόσο, δεν μπορεί να καθοριστεί η συμβολή των κρουσμάτων μεταξύ παιδιών στη μετάδοση του SARS-CoV-2 στην κοινότητα. Στο Ηνωμένο Βασίλειο η συντριπτική πλειοψηφία των κρουσμάτων σε σχολεία αφορούν τους ενήλικες και όχι τα παιδιά.
Τα παιδιά μέχρι 5 ετών μεταδίδουν σε ελάχιστα ποσοστά στους μεγαλύτερους
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει μια μετα-ανάλυση, η οποία έδειξε ότι ιδιαίτερα τα παιδιά κάτω των 12-14 ετών είναι λιγότερα ευάλωτα στη λοίμωξη συγκριτικά με τους ενήλικες. Ειδικά τα παιδιά κάτω των 5 ετών είναι λιγότερο πιθανό να μεταδώσουν τον ιό σε άλλα άτομα. Η πιθανότητα μετάδοσης αυξάνει με την ηλικία, ενώ οι έφηβοι έχουν την ίδια δυναμική μετάδοσης με τους ενήλικες. Στις ΗΠΑ, τα κρούσματα σε μαθητές είναι περισσότερα στα λύκεια και ακολουθούν τα γυμνάσια και τα δημοτικά. Ο παθοφυσιολογικός μηχανισμός δεν έχει διαλευκανθεί πλήρως, αλλά αυτά τα δεδομένα μπορεί να οφείλονται στο μικρότερο μέγεθος των πνευμόνων των μικρών παιδιών και τη μικρότερη δυνατότητα παραγωγής αερολύματος ή/και στο μικρότερο δυναμικό μετάδοσης καθώς τα περισσότερα είναι εντελώς ασυμπτωματικά.
Συμπερασματικά, τα επιδημιολογικά δεδομένα υποδεικνύουν τις ομάδες των μαθητών στους οποίους πρέπει να στραφούν κυρίως τα μέτρα πρόληψης της διασποράς της COVID-19. Σημειώνεται ότι σε καμία περίπτωση δεν υπάρχει μηδενικός κίνδυνος μετάδοσης της λοίμωξης COVID-19 και άρα δε θα πρέπει να εφησυχάζουμε, ωστόσο τα σχολεία φαίνεται να μην αποτελούν εστίες υπερμετάδοσης ειδικά σε περιοχές όπου η επιδημική δραστηριότητα διατηρείται σε χαμηλά επίπεδα.
- Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Ιωάννης Ντάνασης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα κυριότερα σημεία της δημοσίευσης.