Θετική γνωμοδότηση για να εγκριθεί το δεύτερο εμβόλιο εναντίον της λοίμωξης που προκαλεί ο κορωνοϊός Covid-19, εξέδωσε ανεξάρτητη επιτροπή εμπειρογνωμόνων του οργανισμού φαρμάκων των ΗΠΑ. Πρόκειται για το εμβόλιο της εταιρείας Moderna, το οποίο αναμένεται να λάβει την τελική έγκριση ακόμα και σήμερα.
Ο επίτροπος της αμερικανικής Υπηρεσίας Τροφίμων & Φαρμάκων (FDA) δήλωσε ότι ο οργανισμός «θα εργαστεί γρήγορα» προς την χορήγηση άδειας χρήσης έκτακτης ανάγκης (Emergency Use Authorization, EUA) στο εμβόλιο.
Είναι το δεύτερο εμβόλιο μετά από εκείνο της Pfizer που εγκρίνεται για επείγουσα χρήση στις ΗΠΑ. Όπως ανακοίνωσε η FDA, η Συμβουλευτική Επιτροπή Εμβολίων & Σχετιζομένων Βιολογικών Προϊόντων (VRBPAC) ψήφισε ομόφωνα (20-0) υπέρ της αδειοδότησης. Ένα μέλος της απείχε της ψηφοφορίας. Η γνώμη ελήφθη μετά το πέρας πολύωρης συνεδρίασης, στην οποία συζητήθηκαν όλα τα δεδομένα από τις κλινικές μελέτες με το εμβόλιο.
Η ίδια ομάδα επιστημόνων είχε εκδώσει την περασμένη εβδομάδα θετική γνωμοδότηση και για το εμβόλιο των εταιρειών Pfizer/BioNTech.
Σύμφωνα με την Επιτροπή, το εμβόλιο της Moderna μπορεί να εγκριθεί για άτομα ηλικίας 18 ετών και πάνω.
Κοινά ψυγεία
Η νέα θετική γνωμοδότηση είναι ανάσα ανακούφισης για τις ΗΠΑ που θρηνούν ήδη περισσότερες από 310.000 χαμένες ζωές. Ο κορωνοϊός έχει επίσης ανιχνευθεί σε συνολικά 17,2 εκατομμύρια ανθρώπους. Οι ΗΠΑ είναι η χώρα που έχει πλήξει περισσότερο ο φονικός ιός.
Τα εμβόλια δεν είναι φυσικά πανάκεια. Θα χρειασθούν μήνες και εμβολιασμός τεράστιου ποσοστού του πληθυσμού για να ανακοπεί η ξέφρενη πορεία του ιού. Στο μεσοδιάστημα είναι απαραίτητη η συνέχιση των μέτρων, όπως η κοινωνική απόσταση και η χρήση μάσκας.
Το εμβόλιο της Moderna παράγεται με την ίδια τεχνολογία με εκείνο της Pfizer. Ωστόσο η εταιρεία το έχει εξελίξει και δεν χρειάζεται μεταφορά και φύλαξη σε συνθήκες βαθιάς ψύξης. Αντιθέτως, παράγεται σε υγρή μορφή που είναι σταθερή στα κοινά ψυγεία. Έτσι, η διανομή του θα είναι πολύ πιο εύκολη, ειδικά στις αγροτικές και νησιωτικές περιοχές.
Όσον αφορά την αποτελεσματικότητά του, οι κλινικές μελέτες έχουν δείξει ότι είναι πολύ υψηλή (πάνω από 94%).