Τα ερωτήματα, σε σχέση με τα παιδιά και τον ρόλο τους στη μετάδοση του ιού, εξακολουθούν να είναι πολλά, ενώ οι απαντήσεις περισσότερο περιπλέκουν παρά ξεδιαλύνουν το πρόβλημα. Κι όλα αυτά, την ώρα που τα σχολεία σε πολλές χώρες ανοίγουν. Την ερχόμενη Δευτέρα 11 Μαϊου η επιστροφή στα θρανία ξεκινά στην Ελλάδα, με τα παιδιά της Γ’ Λυκείου να επιστρέφουν στις σχολικές αίθουσες για την προετοιμασία τους σχετικά με τις Πανελλαδικές Εξετάσεις.
Δείτε επίσης – Καθηγητής Χατζηχριστοδούλου: «Δεν κάνουμε κανένα πείραμα στα σχολεία» – Όλο το σκεπτικό της κρίσιμης απόφασης
Επιστήμονες προχώρησαν στη δημοσίευση νέων δεδομένων, σύμφωνα με τα οποία, το άνοιγμα των σχολείων μπορεί να αυξήσει τα κρούσματα του κορωνοϊού, ακόμα και σε κοινότητες που έχουν χαμηλό δείκτη ρυθμού μετάδοσης της νόσου στον πληθυσμό (RO), δηλαδή κάτω του 1.
Οι δύο νέες μελέτες καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι τα παιδιά μπορούν να μεταδώσουν τον ιό και ότι τα σχολεία θα πρέπει να παραμείνουν κλειστά προς το παρόν. Την ίδια στιγμή, χώρες όπως το Ισραήλ, η Φινλανδία, η Γαλλία, η Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο -μεταξύ αυτών και η Ελλάδα- είτε προχώρησαν σε επαναλειτουργία των σχολείων, είτε σκέφτονται να την πραγματοποιήσουν τις επόμενες εβδομάδες.
Σε κάποιες χώρες, που ο ρυθμός μετάδοσης στην κοινότητα RO είναι αρκετά χαμηλός, μπορούν να πάρουν το ρίσκο με μεγαλύτερη ασφάλεια. Μεταξύ αυτών των χωρών συγκαταλέγεται και η χώρα μας, στην οποία ο δείκτης R0 είναι κάτω του 0,5. Σε κάποιες άλλες, όμως, όπως στις ΗΠΑ στις οποίες το R0 είναι οριακά κάτω από το 1, οι επιδημιολόγοι ζητούν να υπάρξει επανεξέταση της απόφασης για το άνοιγμα των σχολείων.
Τι έδειξαν οι μελέτες για το άνοιγμα των σχολείων
Η μία από τις δύο μελέτες, η οποία δημοσιεύθηκε την περασμένη εβδομάδα στο περιοδικό Science, ανέλυσε δεδομένα από δύο πόλεις της Κίνας: από το Γουχάν, όπου εμφανίστηκε για πρώτη φορά ο ιός και τη Σαγκάη. Διαπίστωσε ότι τα παιδιά είχαν περίπου κατά το 1/3 λιγότερες πιθανότητες να εκτεθούν στη λοίμωξη από τη νόσο COVID-19, σε σχέση με τους ενήλικες. Ωστόσο, η μελέτη επισημαίνει ότι τα παιδιά είχαν περίπου τριπλάσιες επαφές σε σχέση με τους ενήλικες και επί της ουσίας, τρεις φορές περισσότερες ευκαιρίες να προσβληθούν από τον ιό.
Οι ερευνητές εκφράζουν την ανησυχία ότι, ακόμη κι αν τα παιδιά μεταδίδουν λιγότερο τον κορωνοϊό, δεν παύουν να έχουν πολλές ανεξέλεγκτες επαφές, ιδίως στο σχολείο. Σύμφωνα με τον επικεφαλής της μελέτης, Ιταλό επιδημιολόγο Μάρκο Ατζέλι του Ιδρύματος Bruno Kessler, υπάρχει φόβος για επιτάχυνση της μετάδοσης του ιού μετά το άνοιγμα των σχολείων.
Δείτε επίσης – Τσιόδρας: Τα παιδιά προσβάλλονται λιγότερο, νοσούν ελαφρύτερα και μεταδίδουν ελάχιστα τον κορωνοϊό στους ενήλικες
Με βάση τα ίδια μαθηματικά δεδομένα, οι ερευνητές υπολόγισαν ότι το κλείσιμο σχολείων σίγουρα δεν αρκεί από μόνο του για να σταματήσει την απότομη εξάπλωση του κορωνοϊού, αλλά μπορεί να μειώσει την αύξηση κατά περίπου 40% έως 60% και να επιβραδύνει την πορεία της επιδημίας. Συγκεκριμένα κατέληξαν ότι με κλειστά σχολεία ο ρυθμός μετάδοσης στην κοινότητα (δηλαδή ο αριθμός των μολύνσεων που μπορούν να συμβούν από ένα άτομο) μπορεί να μειωθεί κατά περίπου 0,3.
«Η προσομοίωσή μου δείχνει ότι εάν ανοίξουν ξανά τα σχολεία, θα υπάρξει μια μεγάλη αύξηση στον δείκτη μετάδοσης RO, το οποίο είναι ακριβώς αυτό που δεν θέλουμε να συμβεί», δήλωσε ο ερευνητής.
Η δεύτερη μελέτη προέρχεται, από ομάδα Γερμανών ερευνητών, η οποία υπέβαλλε σε διαγνωστικά τεστ ομάδες παιδιών και ενηλίκων. Διαπίστωσε ότι παιδιά, τα οποία είναι θετικά στον ιό COVID-19, μπορεί να υποκρύπτουν φορτία του ιού σχεδόν σε ίση ποσότητα με τους ενήλικες – ίσως ακόμη και μεγαλύτερη. ‘Ετσι πιθανώς να είναι εξίσου μεταδοτικά με τους ενήλικες.
Οι δύο μελέτες προσθέτουν απλώς κάποια νέα στοιχεία, ενώ οι ερευνητές δηλώνουν ότι απαιτείται περαιτέρω έρευνα για να εξαχθούν τελικά συμπεράσματα. Οι ειδικοί παραδέχονται, επίσης, ότι επειδή το κλείσιμο των σχολείων συνέβη στην αρχή της πανδημίας σε όλες τις χώρες, το θέμα της μεταδοτικότητας των παιδιών δεν έχει μελετηθεί επαρκώς, καθώς αυτά ήταν κλεισμένα στο σπίτι.
Αντιφατικά τα στοιχεία από τις υπάρχουσες μελέτες
Προηγούμενες δημοσιευμένες μελέτες, ωστόσο, μέσα στο Απρίλιο, από τις ΗΠΑ και την Κίνα είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα παιδιά και οι έφηβοι έχουν πολύ λιγότερες πιθανότητες να προσβληθούν, αλλά και να αναπτύξουν σοβαρή νόσο COVID-19.
Δείτε επίσης – Κορωνοϊός: Πόσο επικίνδυνος είναι στ’ αλήθεια για τα παιδιά – Νέα μελέτη
Πολλοί επιστήμονες, μάλιστα που είναι υπέρμαχοι του ανοίγματος των σχολείων αναφέρονται σε ολλανδική μελέτη, η οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ασθενείς με COVID-19 κάτω των 20 ετών, διαδραματίζουν πολύ μικρότερο ρόλο στην εξάπλωση του ιού, σε σχέση με τους ενήλικες και τους ηλικιωμένους. Άλλοι πάλι αμφισβητούν τα συγκεκριμένα συμπεράσματα, καθώς λένε, ότι η συγκεκριμένη έρευνα εξέτασε τη μετάδοση του ιού εντός του οικογενειακού και όχι του σχολικού περιβάλλοντος.
Ωστόσο, είναι πολλοί οι επιστήμονες από την άλλη, που τάσσονται υπέρ του ανοίγματος των σχολείων με το σκεπτικό ότι η μεταδοτικότητα του ιού δεν μπορεί να είναι το μόνο κριτήριο για τις αποφάσεις που λαμβάνονται. Το να παραμείνουν κλειστά τα σχολεία επ’ αόριστον, όπως αναφέρουν, μπορεί να είναι περισσότερο επιζήμιο για τα ίδια τα παιδιά. Και μπορεί η ηλεκτρονική εξ’ αποστάσεως εκπαίδευση να τα βοηθά να διατηρούν μια σχετική ρουτίνα στην καθημερινότητά τους, ωστόσο, δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την πραγματική μάθηση.
Άνοιγμα των σχολείων με προϋποθέσεις
Όλοι οι ειδικοί, ωστόσο, συμφωνούν στο ότι θα πρέπει το άνοιγμα των σχολείων να γίνει με πολύ προσοχή και μελέτη. Η επιστροφή στις σχολικές αίθουσες να γίνει ανά ομάδες μαθητών και σε διαφορετικές ημέρες -όπως έχει αποφασιστεί ούτως ή άλλως στην χώρα μας- αλλά και με μειωμένο αριθμό παιδιών ανά τάξη. Θα πρέπει να τηρούνται οι αποστάσεις ανάμεσα στους μαθητές εντός της αίθουσας, αλλά και στο διάλειμμα, αλλά και να παρέχονται στα σχολεία επαρκή υλικά για την προσωπική υγιεινή (σαπούνια, χειροπετσέτες, τρεχούμενο νερό), ώστε το άνοιγμα των σχολείων να γίνει με όσο το δυνατόν περισσότερη ασφάλεια.
Επίσης, οι εκπαιδευτικοί με υποκείμενα νοσήματα, ή όσοι είναι μεγαλύτερης ηλικίας και κινδυνεύουν περισσότερο, να έχουν τη δυνατότητα να εξαιρεθούν από την επιστροφή στο σχολείο ή να τους δοθούν εναλλακτικές θέσεις εργασίας, εάν είναι δυνατόν έξω από τις σχολικές αίθουσες. Τα παιδιά με υποκείμενα νοσήματα θα πρέπει να συνεχίσουν την τηλε-εκπαίδευση.