Την παραδοχή πως ο προϋπολογισμός του ΕΟΠΥΥ δεν είναι δίκαια διαμορφωμένος, έκανε ο υπουργός Υγείας, Θάνος Πλεύρης, κατά τη διάρκεια της συνάντησής του το απόγευμα της Τρίτης (27/09) με τους εκπροσώπους της φαρμακοβιομηχανίας.
Παράλληλα υποσχέθηκε πως θα γίνουν άμεσα σχετικές διορθώσεις, τόσο στις στρεβλώσεις που υπάρχουν στον υπολογισμό των δαπανών του ΕΟΠΥΥ (αναλογία 62-38), όσο και στις τιμές εκκίνησης των διαπραγματεύσεων.
Στα αιτήματα του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων (ΣΦΕΕ) και της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας (ΠΕΦ), ωστόσο, για αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης του ΕΟΠΥΥ, ώστε να μη μετακυλίονται οι δαπάνες στις “πλάτες” των εταιρειών, ο Θάνος Πλεύρης ήταν κατηγορηματικός και κάθετος: “Δεν υπάρχουν πόροι για αύξηση των προϋπολογισμών”, ανέφερε συγκεκριμένα.
Πλεύρης: Διορθωτικές κινήσεις στην αναλογία 62-38
Ο νέος τρόπος υπολογισμού του προϋπολογισμού του ΕΟΠΥΥ με τον διαχωρισμό των δαπανών σε δύο κατηγορίες, και συγκεκριμένα σε αναλογία 62% για τη δαπάνη ιδιωτικών φαρμακείων και 38% για τη δαπάνη φαρμακείων του Οργανισμού, έχει φέρει αναταράξεις στην αγορά του φαρμάκου.
Παράγοντες του κλάδου υποστηρίζουν πως η αναλογία 62-38 δεν αντιπροσωπεύει τις πραγματικές ανάγκες και διαβλέπουν νέα αύξηση της συνολικής υπέρβασης για το 2022, η οποία θα επιβαρύνει για μια ακόμη φορά τις φαρμακευτικές επιχειρήσεις, μέσω του συστήματος υποχρεωτικών εκπτώσεων (clawback).
Ο Θάνος Πλεύρης παραδέχθηκε πως δεν είναι δίκαια διαμορφωμένη η αναλογία αυτή κι υποσχέθηκε να γίνουν άμεσα διορθώσεις. Σε αυτές αναμένεται να συνυπολογιστεί και η δαπάνη του ΙΦΕΤ. Κι αυτό καθώς εάν τα φάρμακα που εισάγονταν μέσω ΙΦΕΤ καλύπτονται από μέρος του προϋπολογισμού του ΕΟΠΥΥ που αφορά στα ΦΥΚ, οι επιχειρήσεις οι οποίες αποζημιώνονται από τον αντίστοιχο κλειστό προϋπολογισμό του Οργανισμού αναμένεται να δεχθούν και τη μεγαλύτερη πίεση, καθώς θα επιβαρυνθούν με το αντίστοιχο clawback.
Ο υπουργός Υγείας, ωστόσο, τόνισε πως οι αλλαγές θα γίνουν άμεσα, κάτι που ζητούν απεγνωσμένα οι εταιρείες, καθώς αυτό είναι σημαντικό για τον προγραμματισμό και τα businnes plan που καταρτίζουν, ώστε να μην βαδίζουν “στα τυφλά”, όπως λένε.
Αλλαγές στην τιμή εκκίνησης των διαπραγματεύσεων
Αιχμή του δόρατος μεταξύ Υπουργείου Υγείας και φαρμακοβιομηχανίας αποτελούν και οι διαπραγματεύσεις στις τιμές των φαρμάκων και κυρίως των νεοεισερχόμενων στην ελληνική αγορά καινοτόμων θεραπειών.
Η αρμόδια Επιτροπή Διαπραγμάτευσης ζητάει εκπτώσεις της τάξης του 60%. Ωστόσο, στα νοσοκομειακά φαρμακευτικά προϊόντα υψηλού κόστους (ΦΥΚ 1Ακαι 1Β) δίνεται ήδη η θεσμοθετημένη από το κράτος υποχρεωτική έκπτωση της τάξεως του 13%.
Αυτό συγκεκριμένα σημαίνει, όπως εξήγησαν οι εκπρόσωποι της αγοράς παρουσιάζοντας τα επιχειρήματά τους στον υπουργό Υγείας, πως η εκκίνηση των διαπραγματεύσεων γίνεται με τιμή αφετηρίας μειωμένης κατά 13% και όχι από την αρχική τιμή. Η προσπάθεια του κράτους, μάλιστα, να πάρει τις μεγαλύτερες δυνατές εκπτώσεις, σύμφωνα τους εκπροσώπους των φαρμακοβιομηχανιών, φέρνει “πάγωμα” στην πρόοδο των διαπραγματεύσεων.
Ο Θάνος Πλεύρης, από την πλευρά του, απάντησε πως θα συνυπολογιστεί και αυτή η στρέβλωση στις διορθωτικές αλλαγές που δρομολογούνται, ενώ για το νέο rebate (σύστημα υποχρεωτικών εκπτώσεων) του 8%, δήλωσε πως είναι ένα μέτρο που προς το παρόν δεν θα εφαρμοστεί.
Έτσι, σύμφωνα με πληροφορίες, η Επιτροπή Διαπραγμάτευσης δεν αποκλείεται να προχωρήσει σε μια νέα προσέγγιση, κατά την οποία το ποσοστό της έκπτωσης θα αποτελεί την “έναρξη” για τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης και όχι “αδιαπραγμάτευτο στόχο”.
ΕΟΠΥΥ: Αργεί η αύξηση της κρατικής φαρμακευτικής δαπάνης
Οι εκπρόσωποι της φαρμακοβιομηχανίας έχουν προϋπολογίσει πως η δαπάνη των Φαρμάκων Υψηλού Κόστους (ΦΥΚ) για το 2022 θα υπερβεί τα 1,58 εκατ. ευρώ. Προσάπτουν δε στην κυβέρνηση ότι προσπαθεί να μειώσει τις υποχρεωτικές επιστροφές (clawback) που επιβαρύνουν τις εταιρίες, χωρίς αύξηση στις κρατικές δαπάνες για τον ΕΟΠΥΥ.
Το Υπουργείο Υγείας από την πλευρά του ξεκαθαρίζει πως δεν πρόκειται να προχωρήσει σε αύξηση κονδυλίων, εάν δεν προχωρήσουν οι διαρθρωτικές αλλαγές για τον εξορθολογισμό της φαρμακευτικής δαπάνης.
Ωστόσο τα θεραπευτικά πρωτόκολλα, ο έλεγχος της συνταγογράφησης και οι άλλες δομικές μεταρρυθμίσεις φαίνεται να αργούν, με αποτέλεσμα η επιβάρυνση στις εταιρείες να έχει πλέον παγιωθεί.