Μαστεκτομή ή «συντηρητική» χειρουργική στην αντιμετώπιση του καρκίνου;
Η επιλογή του είδους της χειρουργικής επέμβασης θα πρέπει να είναι απόλυτα εξατομικευμένη για την κάθε ασθενή που πάσχει. Η τελική απόφαση για το είδος της χειρουργικής θεραπείας λαμβάνεται με γνώμονα το αποτέλεσμα να είναι ογκολογικά και αισθητικά αποδεκτό, δηλαδή να μην αφήνει περιθώρια για αύξηση του ποσοστού της τοπικής υποτροπής, το οποίο δεν θα πρέπει να ξεπερνά το 1% σε βάθος 10ετίας.
Η συντηρητική χειρουργική αντιμετώπιση, για την οποία πολύς λόγος γίνεται τελευταία μέσα στην ιατρική κοινότητα, προτείνεται σε συγκεκριμένες καταστάσεις, όπως αντιμετώπιση μικρών όγκων έως 2 εκ.και το πολύ έως 3 εκ. σε μεγαλύτερους σωματότυπους, ανάλογα με το μέγεθος του όγκου σε σχέση με το μέγεθος του μαστού, ή και σε περιπτώσεις διπλών όγκων αλλά στο ίδιο τεταρτημόριο του μαστού, σε όγκους με χαμηλό βαθμό κακοήθειας Grade I και II, ενώ σημαντικό ρόλο έχει και η εμπειρία του Μαστολόγου-Χειρουργού.
Υπάρχουν όμως και οι απόλυτες αντενδείξεις για συντηρητική χειρουργική επέμβαση, ανάμεσα στις οποίες περιλαμβάνονται η διάγνωση καρκίνου μαστού σε περίοδο εγκυμοσύνης 1ου ή 2ου τριμήνου, οι μεγάλοι όγκοι με τοπικά εκτεταμένη κακοήθεια, ο φλεγμονώδης καρκίνος, η πολυκεντρικότητα άσχετα αν ο όγκος είναι μη διηθητικός ή διηθητικός κλπ. Σήμερα, ανεξάρτητα με το είδος της επέμβασης στον μαστό, γίνεται προσπάθεια για συντηρητική χειρουργική επέμβαση και στους λεμφαδένες, με τον εντοπισμό και εξαίρεση του λεγομένου λεμφαδένα φρουρού και όχι ευθύς εξ αρχής όλων των λεμφαδένων της μασχαλιαίας χώρας. Εάν όμως διαπιστωθεί πρόβλημα σ’ αυτόν (λεμφαδένα φρουρό) στην ταχεία βιοψία, τότε γίνεται κανονική εξαίρεση και των υπολοίπων λεμφαδένων της μασχάλης, ο λεγόμενος λεμφαδενικός καθαρισμός.
«Η έλλειψη ενημέρωσης των γυναικών με καρκίνο του μαστού, τις οδηγεί σε προβληματισμό για το σε ποια επέμβαση θα υποβληθούν -μαστεκτομή ή τη συντηρητική χειρουργική-, προβληματισμός όμως που δεν θα έπρεπε να υφίσταται, αφού υποχρέωση του κάθε Μαστολόγου-Χειρουργού είναι να ενημερώνει πλήρως τις γυναίκες και φυσικά την τελική απόφαση θα πρέπει πάντα να έχει στα χέρια της η ασθενής», καταλήγει στις δηλώσεις της η Πρόεδρος της ΕΕΜ.