Με εμπόδια οι επενδύσεις για τα διαγνωστικά κέντρα – Οι υποχρεωτικές εκπτώσεις καθηλώνουν τον κλάδο
Του: Σωκράτη Γουρλή, μέλος Διοίκησης Ομίλου ΙΑΤΡΟΠΟΛΙΣ
Μπροστά σε σοβαρές προκλήσεις βρίσκονται τα διαγνωστικά κέντρα που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, καθώς το επιχειρηματικό περιβάλλον που έχει διαμορφωθεί, δεν ευνοεί την επιχειρηματικότητα.
Ίσα ίσα απειλεί τη βιωσιμότητα του κλάδου αφού σήμερα όλες οι επιβαρύνσεις που επιβάλλονται από την πολιτεία ξεπερνούν ακόμη και το 65% των εισοδημάτων των επιχειρήσεων.
Όλα αυτά την ώρα που η υποχρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα της διάγνωσης, σε συνδυασμό με την ανύπαρκτη δημόσια Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, καθιστά τις επιχειρήσεις υποχρεωτικό «σύμμαχο» της Πολιτείας, αλλά με δυσβάστακτους όρους συνεργασίας.
Τα ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα καλύπτουν σήμερα το 90% των ασθενών της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, εξαιτίας της αδυναμίας του δημοσίου συστήματος υγείας, αλλά η κυβέρνηση εξακολουθεί να υποχρηματοδοτεί τον συγκεκριμένο τομέα.
Ο κλάδος της διάγνωσης εδώ και χρόνια έχει επισημάνει ότι η κυβέρνηση έχει να αντιμετωπίσει μια άκρως αναπτυσσόμενη αγορά που θα μπορούσε να συμβάλει σε σημαντικό βαθμό και στην αντιμετώπιση της ανεργίας, αλλά δεν εισακούγεται.
Τα περιοριστικά μέτρα που εφαρμόζονται από την κυβέρνηση και περιλαμβάνουν εκτός των άλλων το πολυσυζητημένο clawback και το rebate, δημιουργούν σοβαρά προσκόμματα στην ανάπτυξη των διαγνωστικών κέντρων.
Να σημειωθεί ότι σήμερα μέσω του ΕΟΠΥΥ η πολιτεία καλύπτει εξετάσεις μέχρι 489 εκατ. ευρώ ετησίως για τους περίπου 10 εκατ. ασφαλισμένους του Οργανισμού, αλλά οι ανάγκες είναι πολύ μεγαλύτερες. Όσες εξετάσεις πραγματοποιηθούν πάνω από το συγκεκριμένο ποσό που αποτελεί τη δαπάνη για τη συγκεκριμένη κατηγορία, δεν αποπληρώνονται από τον ΕΟΠΥΥ αλλά αντίθετα αποζημιώνονται από τα ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα.
Οι πλασματικές εξετάσεις του ΕΟΠΥΥ
Ο υποχρηματοδοτούμενος αυτός τομέας επιβαρύνεται τα τελευταία χρόνια και από τις πλασματικές εξετάσεις που χρεώνονται στον ΕΟΠΥΥ, αλλά δεν πραγματοποιούνται ποτέ. Έχει διαπιστωθεί πως μονάδες της ιδιωτικής πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις λειτουργίας, χρεώνουν εξετάσεις στον οργανισμό πλασματικά.
Όμως οι χρεώσεις αυτές επιβαρύνουν τους υπόλοιπους επαγγελματίες του κλάδου οι οποίοι καλούνται να καλύψουν και αυτό το γκρίζο σημείο του ΕΟΠΥΥ. Μάλιστα οι επιβαρύνσεις έγιναν πολύ πιο έντονες τα τελευταία χρόνια, αφού είχαν ατονήσει οι έλεγχοι για τον εντοπισμό τους.
Το νέο σύστημα ελέγχου που άρχισε να εφαρμόζεται και ονομάστηκε «μεσοσταθμικός δείκτης», είναι άγνωστο τι αποτελέσματα θα φέρει.
Πρόκειται για τον δείκτη που θέτει όρια στον αριθμό των εξετάσεων ανά ΑΜΚΑ ασθενούς, ανά γεωγραφική περιοχή αλλά και ανά διαγνωστικό κέντρο.
Το υπουργείο υγείας ευελπιστεί με την εφαρμογή του δείκτη να περιορίσει τις πλασματικές εξετάσεις που χρεώνονται στον ΕΟΠΥΥ τα τελευταία χρόνια, αφού θέτει συγκεκριμένες προϋποθέσεις για την υλοποίηση ενός εργαστηριακού ελέγχου.
Άλλωστε η πρόσφατη υπόθεση με την απάτη στα φάρμακα του ΕΟΠΥΥ, αλλά και τις σχετικές ανακοινώσεις του υπουργού Υγείας Άδωνι Γεωργιάδη για τον τομέα της διάγνωσης αποδεικνύουν ότι η κατάσταση τελευταία χρόνια είναι ανεξέλεγκτη και επιβαρύνει τις υγιείς επιχειρήσεις που τηρούν όλους τους νόμους και τους κανόνες της αγοράς.
Καθίσταται σαφές ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις που επενδύουν στον τομέα της διάγνωσης θα πρέπει να στηριχθούν, καθώς δεν είναι μόνο ξένα funds που επενδύουν στη χώρα μας.
Ο Όμιλος ΙΑΤΡΟΠΟΛΙΣ πρωτοπορεί και εξελίσσεται
Εξάλλου οι επιχειρηματίες του κλάδου στη χώρα μας παρά τα εμπόδια που τίθενται από τις κυβερνήσεις, επιχειρούν με κάθε τρόπο να ανταπεξέλθουν στα νέα τεχνολογικά ζητούμενα της αγοράς, ώστε να κατορθώσουν να παράσχουν και αντίστοιχα ποιοτικότερες υπηρεσίες υγείας.
Με ίδια κεφάλαια επενδύουν σε συστήματα τελευταίας τεχνολογίας που στηρίζονται και στην τεχνητή νοημοσύνη, ώστε να ακολουθήσουν τους ρυθμούς της υπόλοιπης Ευρώπης αλλά και του υπόλοιπου αναπτυγμένου κόσμου.
Ενδεικτικά ο Όμιλος ΙΑΤΡΟΠΟΛΙΣ είναι μία διαρκώς αναπτυσσόμενη Ελληνική ανώνυμη εταιρία που ιδρύθηκε το 1986 και πρωτοπορεί στον ιατρικό τομέα, με 9 διαγνωστικά κέντρα και μία εξειδικευμένη ογκολογική κλινική. Πρόκειται για μία αμιγώς Ελληνική εταιρεία που παρουσιάζει συνεχή ανάπτυξη, ακόμη και σε δύσκολες εποχές οικονομικής και υγειονομικής κρίσης.
Παρά τα όποια εμπόδια, εξακολουθεί να επενδύει με μεγάλα κεφάλαια σε μηχανήματα νέας τεχνολογίας, ώστε να επιτύχει τα πιο αξιόπιστα αποτελέσματα στις διαγνωστικές εξετάσεις, με γνώμονα πάντα το συμφέρον των ασθενών.
Βέβαια καταβάλλονται προσπάθειες να υπερκεραστούν τα εμπόδια που τίθενται με τις δυσβάστακτες εκπτώσεις από τον ΕΟΠΥΥ, αφού το επενδυτικό περιβάλλον παραμένει εχθρικό, καθώς όσο μία επιχείρηση επεκτείνεται, τόσο επιβαρύνεται με υπέρογκες επιστροφές στο σύστημα.
Η τιμωρητική αυτή αντίληψη της πολιτείας, επιδρά αρνητικά σε κάθε διάθεση για επέκταση των δραστηριοτήτων ενός Ομίλου. Ιδιαίτερα μάλιστα σε μια περίοδο όπου η ανάπτυξη νέων μονάδων πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας από τον ιδιωτικό τομέα, θεωρείται άκρως απαραίτητη, με δεδομένο ότι στη χώρα μας οι δημόσιες δομές της Πρωτοβάθμιας υπολείπονται σημαντικά σε προσωπικό αλλά ιδιαίτερα σε τεχνολογία αιχμής.
Η ανάπτυξη του κλάδου πάντως τα τελευταία χρόνια υλοποιήθηκε εξαιτίας της καθοριστικής συμβολής του στην πανδημία όπου διεφάνη ότι περίπου το 90% των διαγνωστικών εξετάσεων για τον covid, καλύφθηκε από τα ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα.