Διαβάστε παρακάτω την απάντηση στην Επαγγελματική Ένωση Παθολόγων Ελλάδος (Ε.Ε.Π.Ε):
Με θλίψη και συνάμα αγανάκτηση λάβαμε γνώση της «ενδεδειγμένης απάντησης» προς εμάς της Επαγγελματικής Ένωσης Παθολόγων Ελλάδος, καθώς σύμφωνα με αυτούς αναφερθήκαμε «με αιχμές για ελλειμματική ακαδημαϊκή εκπαίδευση των παθολόγων έναντι των γενικών ιατρών στην ΠΦΥ, σε ανάρτησή μας στην διαβούλευση και μάλιστα ανυπόγραφα»!!
Πριν προχωρήσουμε στην δική μας ενδεδειγμένη απάντηση επιθυμούμε να εκφράσουμε την έκπληξη μας πως ένας επαγγελματικός φορέας τη στιγμή που βρίσκεται σε διαβούλευση ένα τόσο σημαντικό σχέδιο νόμου για την ΠΦΥ, στο οποίο διακυβεύεται ανάμεσα σε πολλά άλλα, σημαντικότερα βέβαια (όπως η ποιότητα της φροντίδας προς τους ασθενείς…) και η ίδια η επαγγελματική επιβίωση των ιδιωτών παθολόγων, δεν αρθρώνει το παραμικρό σχόλιο επί αυτού και αναλίσκεται σε στείρες συνδικαλιστικού τύπου κορώνες απέναντι σε επιστημονικά τεκμηριωμένες θέσεις ενός άλλου επαγγελματικού φορέα… Ποια είναι η θέση της Ένωσης Παθολόγων έναντι του σχεδίου νόμου για την ΠΦΥ; Ποιες είναι τυχόν προτάσεις της για τυχόν βελτίωση του;…
Η αναφορά μας, που κατάφερε να κινητοποιήσει τα αντανακλαστικά της, περιλαμβάνεται στο 16σέλιδο κείμενο θέσεων μας για το σχέδιο νόμου για την ΠΦΥ, που αναρτήθηκε και στη διαβούλευση, όχι ανυπόγραφα όπως υποστηρίζει, αλλά ως θέση του Δ.Σ. του φορέα μας, καθώς δεν αφορά προσωπική άποψη κάποιου:
«Οικογενειακοί γιατροί θα μπορούν να είναι γιατροί ειδικότητας
• γενικής ιατρικής ή παθολογίας για τον ενήλικο πληθυσμό και
• παιδίατροι για τον παιδικό πληθυσμό»
Προκύπτουν άμεσα τα ερωτήματα:
– Γιατί να μην μπορεί κάποιος να επιλέξει Γενικό Ιατρό ως ΟΙ για το παιδί του, αν το επιθυμεί;
– Γενικός γιατρός και παθολόγος είναι έννοιες ταυτόσημες;
Σε σχέση με το πρώτο ερώτημα δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η εκπαίδευση στην Παιδιατρική είναι βασικό κομμάτι της ειδικότητας της Γενικής Ιατρικής, καθώς και την πολλαπλή παρουσία ιατρών Γενικής Ιατρικής σε μέρη της χώρας, όπου υπάρχουν παιδιά, αλλά όχι παιδίατροι (νησιά, απομακρυσμένες περιοχές).
Σε σχέση με το δεύτερο ερώτημα, είναι σαφές πως η έλλειψη ικανού αριθμού Γενικών Γιατρών να υποστηρίξουν πλήρως το νέο σύστημα ΠΦΥ και η ανάγκη χρησιμοποίησης παθολόγων, ανάγκη που συμμεριζόμαστε απόλυτα, δεν συνεπάγεται αυτόματα και πλήρη εξίσωση του Γενικού Γιατρού με τον Παθολόγο σε επίπεδο ΠΦΥ!
Στο σχέδιο νόμου οι δυο ειδικότητες χρησιμοποιούνται χωρίς διάκριση και δεν γίνεται πουθενά αναφορά στη σειρά ελλειμμάτων στην εκπαίδευση του παθολόγου σε γνώσεις και σε δεξιότητες (πχ σε παιδιατρική, γυναικολογία, ψυχιατρική, χειρουργική, ορθοπαιδική καρδιολογία, ΩΡΛ κλπ) απαραίτητες για να ανταπεξέλθει στο ρόλο του ΟΙ στην κοινότητα. Πως θα καλυφθούν τα κενά αυτά;
Η Ελληνική Εταιρεία Γενικής Ιατρικής έχει συστήσει στο παρελθόν ως λύση στην έλλειψη ικανού αριθμού ΟΙ το ”on the job training” ιατρών κλινικών με συναφές αντικείμενο.
Παράλληλα οι Γενικοί Γιατροί θα πρέπει να έχουν προτεραιότητα στην κάλυψη των θέσεων ΟΙ σε σχέση με τους παθολόγους, στις περιπτώσεις που η ζήτηση υπολείπεται της προσφοράς, κατ’ αντιστοιχία με ότι συμβαίνει τώρα και σε σχέση με την κάλυψη θέσεων σε ΚΥ και ΠΙ»
Η ξεκάθαρη θέση μας είναι πως οι Παθολόγοι δεν διαθέτουν την κατάλληλη εκπαίδευση, ούτε έχουν αναπτύξει αρκετές από τις απαραίτητες δεξιότητες, ούτε καν την κουλτούρα, για να ανταποκριθούν στο ρόλο του Οικογενειακού Ιατρού στην κοινότητα και μάλιστα με υποχρεωτικό σύστημα παραπομπών προς την εξειδικευμένη φροντίδα.
Η θέση αυτή δεν αφήνει κανενός είδους μομφή ως προς την επάρκεια της εκπαίδευσης τους στην ειδικότητα της Παθολογίας, που όμως στην Ελλάδα έχει απόλυτα νοσοκομειοκεντρικό χαρακτήρα και προσανατολισμό… Για άλλο πράγμα εκπαιδεύτηκαν και άλλο ρόλο καλούνται τώρα να αναλάβουν…
Για να δικαιολογήσουμε τη θέση μας ίσως θα ήταν αρκετά τα λόγια του καθηγητή Παθολογίας κ. Μουντοκαλάκη: «Η Γενική Ιατρική είναι ιδιαίτερη ιατρική ειδικότητα, η οποία δεν προσδιορίζεται τόσο από το είδος των νοσημάτων που καλύπτει, αλλά από τον τελείως διαφορετικό, σε σύγκριση με τις άλλες ιατρικές ειδικότητες, τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει τα προβλήματα υγείας.
Αποτελεί τη βάση κάθε οργανωμένου συστήματος υγείας, αφού είναι η μόνη που μπορεί να παίξει συντονιστικό ρόλο, απαραίτητο για τη λειτουργία του συστήματος. Ο γενικός γιατρός νοιώθει αμήχανος και ανικανοποίητος όταν είναι υποχρεωμένος να προσφέρει υπηρεσίες έξω από ένα ολοκληρωμένο σύστημα πρωτοβάθμιας περίθαλψης, αλλά και το πρόγραμμα εκπαίδευσης στη Γενική Ιατρική δεν μπορεί να σχεδιαστεί με ακρίβεια όταν δεν είναι γνωστό το ποιες ακριβώς ανάγκες του συστήματος αναμένεται να καλύψει ο μελλοντικός γενικός γιατρός» (1).
Σύμφωνα με την Αμερικανική Εταιρεία Παθολογίας- American College of Physicians- και όχι της Οικογενειακής Ιατρικής, υπάρχουν ουσιώδεις διαφορές στο αντικείμενο, στην εκπαίδευση και στην φροντίδα προς τους ασθενείς ανάμεσα στις δυο αυτές ειδικότητες.
Ιστορικά οι δυο ειδικότητες αναπτύχθηκαν σε πολύ διαφορετικά περιβάλλοντα. Η παθολογία αναπτύχθηκε μέσα από την αυξανόμενη εφαρμογή της επιστημονικής γνώσης στην ιατρική πρακτική στα τέλη του 19ου αιώνα. Η «επιστημονική» προσέγγιση στην ιατρική ήταν ξεχωριστή για εκείνους τους καιρούς και προοδευτικά βρήκε εφαρμογή σε ένα ευρύ φάσμα νοσημάτων που συχνά επιδρούσαν σε ενήλικες. Με την ανάπτυξη της Παιδιατρικής ως ξεχωριστής ειδικότητας αφιερωμένης στη φροντίδα των παιδιών στις αρχές του 20ου αιώνα, η Παθολογία συνέχισε με κύριο αντικείμενο τους ενήλικες.
Η ειδικότητα της Γενικής/ Οικογενειακής Ιατρικής αναπτύχθηκε μέσα από το κίνημα των Γενικών Ιατρών στα τέλη της δεκαετίας του ΄60 ως απόκριση στην ολοένα αυξανόμενη εξειδίκευση στην ιατρική η οποία εμφανίστηκε ως αυξανόμενη απειλή για τη σχέση ιατρού- ασθενούς και τη συνέχειας της φροντίδας.
Δομικά η Γενική/ Οικογενειακή Ιατρική χτίζεται γύρω από μια κοινωνική μονάδα (την οικογένεια) και όχι γύρω από έναν ειδικό πληθυσμό (πχ ενήλικες, παιδιά ή γυναίκες), ή από ένα σύστημα ή όργανο (πχ ΩΡΛ, ουρολογία) ή από τη φύση μιας παρέμβασης (πχ χειρουργική). Επακόλουθα οι Γενικοί / Οικογενειακοί Ιατροί (Γ/Ο Ι) εκπαιδεύονται με σκοπό να μπορούν να αντιμετωπίζουν το πλήρες φάσμα των ιατρικών θεμάτων που δυνατόν να αντιμετωπίσουν τα μέλη μιας οικογένειας.
Υπάρχουν σημαντικές διαφορές στην εκπαίδευση και στην κλινική προσέγγιση των παθολόγων και Γ/ΟΙ.
Οι διαφορές αυτές ανάμεσα στην εκπαίδευση στις δυο ειδικότητες οδηγούν στην ανάπτυξη ξεχωριστών ομάδων δεξιοτήτων στην κάθε μια και διαφορετικά δυνατά σημεία στη φροντίδα των ασθενών. Καθώς η εκπαίδευση στην παθολογία εστιάζει μόνο σε ενήλικες και περιλαμβάνει εμπειρία στην παθολογία και σε υποειδικότητες της, η εκπαίδευση σε θέματα υγείας ενηλίκων είναι σφαιρική και βαθειά. Οι παθολόγοι είναι κατάλληλα εκπαιδευμένοι να διαγιγνώσκουν το ευρύ φάσμα των νοσημάτων που εμφανίζονται σε ενήλικες, καθώς και να διαχειρίζονται πολύπλοκες ιατρικές καταστάσεις, όπου πολλαπλά προβλήματα συνυπάρχουν σε έναν ασθενή. Η εκτενής νοσοκομειακή εμπειρία τους κατά την εκπαίδευση τους προετοιμάζει μοναδικά τους παθολόγους που επιλέγουν να εστιάσουν το κλινικό τους έργο στο νοσοκομείο.
Η εκπαίδευση στη Γενική Ιατρική είναι εκ της φύσης της ευρύτερη σε περιεχόμενο, καθώς περιλαμβάνει εκπαίδευση στη φροντίδα παιδιών και πράξεις και υπηρεσίες που συχνά παρέχονται από άλλες ειδικότητες. Το εύρος της εκπαίδευσης τους, καθιστά τους Γ Ο/Ι ικανούς να αντιμετωπίζουν ένα ευρύ φάσμα ιατρικών θεμάτων. Λόγω του ευρύτατου φάσματος δεξιοτήτων τους, οι Γ Ο/Ι δυνατόν να προσαρμόζουν τις υπηρεσίες τους κατά τρόπο που να ανταποκρίνονται στις ειδικές ανάγκες της κοινότητας τους. Παρόλο που το βάθος της εκπαίδευσης τους σε ιατρικά θέματα ενηλίκων δυνατόν να είναι μικρότερο από αυτό των παθολόγων, η έμφαση της εκπαίδευσης στην εξωνοσοκομειακή φροντίδα, στη συνέχεια της φροντίδας, στη διατήρηση της υγείας και στην πρόληψη της ασθένειας καθιστά τους οικογενειακούς γιατρούς κατάλληλους να λειτουργούν ως πάροχοι ΠΦΥ για ενήλικες. Επιπρόσθετα οι Γ/Ο Ι εκπαιδεύονται να συντονίζουν τη φροντίδα των ασθενών τους ανάμεσα σε εξειδικευμένους και υποεξειδικευμένους ιατρούς, όταν αυτές οι υπηρεσίες είναι απαραίτητες για τους ασθενείς τους.
Είναι προφανές πως υπάρχουν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στην Γενική Ιατρική και στην Παθολογία. Η κάθε μια έχει τις δικές της ξεχωριστές ομάδες δεξιοτήτων και τους δικούς της ρόλους στη φροντίδα των ενηλίκων ασθενών και στην παροχή ΠΦΥ ανάλογα με τη δομή και τις ειδικές ανάγκες των ασθενών (2,3).
Στο κείμενο θέσεων μας επισημαίνουμε το αναμφισβήτητο έλλειμμα των Παθολόγων σε δεξιότητες- μόνο κάποιος που βλέπει τα πράγματα με παρωπίδες δεν μπορεί να το διακρίνει- πράξεις και υπηρεσίες, που κατέχουν και παρέχουν οι Γενικοί Ιατροί σε επίπεδο ΠΦΥ, και συχνά παρέχονται από ιατρούς άλλων εξειδικεύσεων, πχ χειρουργών, ορθοπεδικών, γυναικολόγων, ΩΡΛ, ψυχιάτρων κλπ και που κρίνονται απαραίτητες για να αναλάβουν το ρόλο του οικογενειακού γιατρού σε ένα σύστημα υγείας με εφαρμογή υποχρεωτικού συστήματος παραπομπών προς την εξειδικευμένη φροντίδα. Πότε έκανε τελευταία φορά παθολόγος συρραφή τραύματος, εφαρμογή γυψονάρθηκα κλπ. Η μη κατάλληλη εκπαίδευση των ιατρών που θα αναλάβουν το ρόλο θα οδηγήσει σε μεγάλο αριθμό απρόσφορων παραπομπών και το νέο σύστημα σε αποτυχία…
Η καταλληλότερη εκπαίδευση των Γενικών Ιατρών στο να αναλάβουν το ρόλο του οικογενειακού ιατρού οφείλει κατά τη γνώμη μας, προς όφελος του συστήματος και όχι των ίδιων, να τους δίνει προτεραιότητα στην κάλυψη των θέσεων των οικογενειακών ιατρών έναντι των παθολόγων.
Τα ελλείμματα σε δεξιότητες και γνώσεις των Παθολόγων σε σχέση πάντα με το ρόλο του οικογενειακού ιατρού που καλούνται να αναλάβουν, δυνατόν να καλυφθούν με ειδικό “on the job” εκπαιδευτικό πρόγραμμα που θα μπορούσε να καταρτιστεί από κοινού από το Υπουργείο Υγείας και τις αντίστοιχες Επιστημονικές Εταιρείες.
Την ανάγκη πρόσθετης εκπαίδευσης των παθολόγων για να αναλάβουν το ρόλο του οικογενειακού γιατρού έχει αντιληφθεί και επισημάνει στο Υπουργείο Υγείας και η ομάδα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας που δρα συμβουλευτικά στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης της ΠΦΥ.
Δυστυχώς η τοποθέτηση των Παθολόγων περιλαμβάνει απαξιωτικές και ατεκμηρίωτες αναφορές για τους Γενικούς Ιατρούς.
Πιο συγκεκριμένα αναφέρεται σε:
– αντικειμενικά ελλειμματικό χρόνο εκπαιδεύσεως των γενικών ιατρών (4 αντί 5 έτη) και με έξι μήνες μόνο παθολογίας…Τους ενημερώνουμε πως σύμφωνα με την οδηγία 2005/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων, από την 1η Ιανουαρίου 2006, η απόκτηση τίτλου Γενικής Ιατρικής προϋποθέτει διάρκεια εκπαίδευσης τουλάχιστον τριετή με πλήρη παρακολούθηση. Στην Ελλάδα η εκπαίδευση στη Γενική Ιατρική είναι 4ετής με πρόγραμμα τουλάχιστον εφάμιλλο των άλλων Ευρωπαϊκών χωρών και για το λόγο αυτό οι Έλληνες Γενικοί Ιατροί αυτή τη στιγμή είναι περιζήτητοι σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες- Αγγλία, Ιρλανδία, Γερμανία, Σουηδία, Γαλλία… Επιπρόσθετα πρέπει να γίνει σαφές πως για τη Γενική/ Οικογενειακή Ιατρική, με γνώμονα το προσανατολισμό της στην ΠΦΥ, το κύριο κομμάτι εκπαίδευσης δεν επιτελείται σε μια Παθολογική κλινική νοσοκομείου, αλλά αντιθέτως σε περιβάλλον ΠΦΥ από Γενικούς Ιατρούς.
– Στην καθημερινότητα όμως προσεγγίζονται και καλούνται να αποφασίσουν για ασθενείς με χρόνια και πολύπλοκα προβλήματα (ΣΔ, Υπέρταση, Δυσλιπιδαιμία, Καρδιακή ανεπάρκεια, Μεταβολικό Σύνδρομο κ.α.) για τα οποία δεν έχουν καμία εμπειρία και την «γενναιότητα» της παραπομπής τους σε Ειδικό Παθολόγο… Είναι ξεκάθαρη η σύγχυση τους σχετικά με το ρόλο της ΠΦΥ και της εξειδικευμένης φροντίδας. Προβλήματα όπως η υπερλιπιδαιμία, η υπέρταση και ο ΣΔ, αποτελούν μερικά από τα πλέον συνήθη νοσήματα στην κοινότητα και οι Γενικοί Ιατροί είναι απόλυτα αρμόδιοι και επαρκώς εκπαιδευμένοι για να τα διαχειριστούν σε Πρωτοβάθμιο Επίπεδο. Αυτό ακριβώς δηλώνει και η Ελληνική Διαβητολογική Εταιρεία σε πολύ πρόσφατη τοποθέτηση της σε σχέση με τη διαχείριση του ΣΔ από τον Γενικό Ιατρό (ΑΠ 1171/ 11-5-2017).
Όταν συντρέχουν λόγοι παραπομπής ο Γενικός Ιατρός θα παραπέμψει στον αντίστοιχο εξειδικευμένο ιατρό ή δομή πχ Ιατρείο Υπέρτασης, Διαβητολογικό Ιατρείο, Ιατρείο Λιπιδίων που υπό φυσιολογικές συνθήκες θα έπρεπε να παρακολουθεί μόνο τέτοια δύσκολα περιστατικά με παραπομπή από Γενικούς Ιατρούς, Παθολόγους, Καρδιολόγους κλπ. Περιστατικά με χαμηλό επιπολασμό στην κοινότητα, αλλά πολύ συχνότερα σε νοσοκομειακό περιβάλλον, είναι περιστατικά που ο Παθολόγος είναι πολύ καλύτερα εκπαιδευμένος να αντιμετωπίζει πχ μεταμοσχευμένοι ασθενείς, ασθενείς με κάποια αυτοάνοσα νοσήματα ή κάποιες μορφές καρκίνου, κλπ.
Καλούμε την Ένωση Παθολόγων να δει περισσότερο αντικειμενικά την τοποθέτηση μας και όχι υπό στενό συντεχνιακό πρίσμα. Η όλη τοποθέτηση μας επί του σχεδίου νόμου αφορά στην επισήμανση αδυναμιών του και στην πρόταση πιθανών βελτιώσεων του, ώστε να μην είναι καταδικασμένο εξ’ αρχής σε αποτυχία. Στο πλαίσιο αυτό καλό θα ήταν να μπορούσαμε να έχουμε ένα γόνιμο διάλογο και ανταλλαγή απόψεων προς διαμόρφωση μιας κοινής θέσης, ως άμεσα εμπλεκόμενοι, για το μέλλον της ΠΦΥ της χώρας.
Επίσης θα πρέπει να γνωρίζουν πως εμείς ως Ένωση Γενικών Ιατρών θα συστήσουμε στα μέλη μας να μην συμβληθούν ως οικογενειακοί ιατροί με τον ΕΟΠΥΥ υπό τις απαξιωτικές συνθήκες που διαφαίνονται στον ορίζοντα για τους γιατρούς (τουλάχιστον 4ωρη καθημερινή σύμβαση με τον ιατρό και παράλληλη «μίσθωση» του ιατρείου του, για δωρεάν εξυπηρέτηση 2000-2500 ασφαλισμένων του ΕΟΠΥΥ, με αποζημίωση λιγότερη από 2000 μικτά μηνιαίως…) , αλλά κυρίως για τους ασθενείς… Αν τα μέλη μας συμφωνήσουν με τη σύσταση μας δεν θα έχουν κανέναν αντίπαλο για τις θέσεις των συμβεβλημένων οικογενειακών ιατρών του ΕΟΠΥΥ…
ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Πρόεδρος Ο Γενικός Γραμματέας
ΑΝΑΡΓΥΡΟΣ ΜΑΡΙΟΛΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗΣ