Το παράδειγμα των 6 εκατομμυρίων Ευρωπαίων ασθενών με κολπική μαρμαρυγή που ζουν με μια «αθόρυβη» νόσο, μπορεί να μας δώσει πολλά μαθήματα. Αρκεί να πούμε ότι η μη έγκαιρη διάγνωση και μη σωστή λήψη φαρμάκων οδηγεί σε δεκάδες χιλιάδες εγκεφαλικά επεισόδια. Το πιο σοκαριστικό όλων όμως είναι ότι το 50% των ασθενών που λαμβάνουν θεραπεία για την κολπική μαρμαρυγή, δεν μπορεί να ονοματίσει ή να εξηγήσει από τι υποφέρει..!
Κι όμως! Η τελευταία δεκαετία έφερε σημαντικές αλλαγές στο τοπίο της υγειονομικής περίθαλψης. Οι ασθενείς συμμετέχουν όλο και περισσότερο στη διαδικασία λήψης αποφάσεων σχετικά με την υγεία τους, έχουν πιο συχνά άποψη σχετικά με τη διάγνωση και τη θεραπεία τους και θέλουν να έχουν καλύτερη εικόνα των διαθέσιμων επιλογών τους, αναζητώντας μόνοι τους πληροφορίες σχετικά με την πάθησή τους, τις θεραπείες και τις συνταγογραφούμενες αγωγές, ώστε να μάθουν περισσότερα.
Ταυτόχρονα, οι γιατροί υφίστανται τεράστια χρονική πίεση, αφού δέχονται περισσότερους ασθενείς και διαθέτουν λιγότερο χρόνο από ποτέ, πράγμα που σημαίνει ότι συχνά η επικοινωνία γιατρού–ασθενούς διακόπτεται και παρακωλύεται. Με το τοπίο της υγειονομικής περίθαλψης να αλλάζει και την τεχνολογία να δίνει καλύτερη πρόσβαση στην πληροφόρηση από ποτέ, ο ουσιαστικός αμφίδρομος διάλογος γιατρού–ασθενούς είναι σημαντικότερος από ποτέ.
Εκδήλωση για το διάλογο γιατρού- ασθενούς
Στις 20 Ιουνίου στο Άμστερνταμ, η Boehringer Ingelheim, διοργάνωσε μια εκδήλωση κατά τη διάρκεια της οποίας επισημάνθηκε η σπουδαιότητα αυτού του διαλόγου – ιδιαίτερα για την αντιμετώπιση σοβαρών και χρόνιων καταστάσεων όπως είναι η κολπική μαρμαρυγή και η πρόληψη του εγκεφαλικού επεισοδίου.
Στην εκδήλωση με τίτλο «ΧΩΡΙΣ ΔΙΑΚΟΠΗ: η σπουδαιότητα του αμφίδρομου διαλόγου ανάμεσα σε γιατρούς και ασθενείς», συγκεντρώθηκαν γιατροί, ασθενείς και μια νοσηλεύτρια για να συζητήσουν το συγκεκριμένο θέμα και να ανταλλάξουν διαφορετικές αντιλήψεις και απόψεις.
Η δρ Sarah Jarvis, γενική ιατρός και μέλος του Βασιλικού Κολεγίου Γενικών Ιατρών και Υγείας των Γυναικών στο Ηνωμένο Βασίλειο, μίλησε για το τι έχει αλλάξει στη σχέση γιατρού–ασθενούς:
«Στο ταξίδι της υγειονομικής περίθαλψης οι ασθενείς μεταμορφώνονται γρήγορα από παθητικοί συμμετέχοντες σε ενεργούς και είναι πολύ σημαντικό να βρούμε νέους τρόπους για να διατηρήσουμε μια αμφίδρομη συζήτηση. Γνωρίζουμε πολύ καλά τα οφέλη του ουσιαστικού διαλόγου μεταξύ γιατρών και ασθενών, ιδίως υπό το πρίσμα των σημερινών τεχνολογικών και κοινωνικών αλλαγών. Οι ασθενείς θέλουν να έχουν μεγαλύτερη συμμετοχή και περισσότερο έλεγχο, γι’ αυτό υπάρχουν πολλά πλεονεκτήματα σε αυτή την από κοινού λήψη αποφάσεων, ανάμεσα στα οποία είναι και η καλύτερη συμμόρφωση στη θεραπεία».
Η ανάγκη για ουσιαστικό διάλογο μεταξύ γιατρών και ασθενών υποστηρίζεται έντονα από έρευνες με ερωτηματολόγια. Μέχρι τώρα, οι έρευνες αυτές δείχνουν σταθερά ότι οι ασθενείς θέλουν πολύ να έχουν καλύτερη επικοινωνία με τους γιατρούς τους. Επιπλέον, η καλή επικοινωνία γιατρού–ασθενούς έχει τη δυνατότητα να βοηθήσει στη ρύθμιση των συναισθημάτων των ασθενών, να διευκολύνει την κατανόηση των ιατρικών πληροφοριών και να συμβάλει στην καλύτερη αναγνώριση των αναγκών, των αντιλήψεων και των προσδοκιών των ασθενών.
Οποιαδήποτε επικοινωνία γιατρού–ασθενούς θα πρέπει να προσανατολίζεται προς τη βελτίωση της υγείας του ασθενούς και η αίσθηση της συμμετοχής στη διαδικασία λήψης των ιατρικών αποφάσεων έχει θετικό αντίκτυπο με την ικανοποίηση του ασθενούς από την τελική απόφαση που θα ληφθεί.
Διάλογος
«Ο ανοικτός διάλογος με τους ασθενείς μας είναι κάτι που θα πρέπει να αγκαλιάσουμε εμείς ως γιατροί», είπε ο καθηγητής John Eikelboom, επίκουρος Καθηγητής στο Τμήμα Ιατρικής του Πανεπιστημίου McMaster του Καναδά, ο οποίος ήταν κεντρικός ομιλητής στην εκδήλωση.
«Όταν ένας ασθενής με ρωτάει “Γιατί;”, αυτό δεν μου δείχνει μόνο ότι ο ασθενής αυτός συμμετέχει στον διάλογο τη συγκεκριμένη ημέρα, αλλά ότι ενδιαφέρεται ουσιαστικά να καταλάβει την κατάστασή του και θα συμμετέχει ενεργά στο θεραπευτικό του σχήμα – βελτιώνοντας σημαντικά τις προοπτικές ανάκαμψης της υγείας του».
Στην εκδήλωση μίλησαν επίσης δύο ασθενείς με κολπική μαρμαρυγή (ΚΜ), που είναι η συχνότερη διαταραχή του καρδιακού ρυθμού.
Εξαιτίας της πάθησής τους, η καρδιά τους χτυπά ακανόνιστα και διατρέχουν πενταπλάσιο κίνδυνο εγκεφαλικού επεισοδίου.
Περιγράφοντας πώς έμαθε για την πάθησή του και μιλώντας για την επικοινωνία που είχε με τον γιατρό του σχετικά, ο Klaas de Groot από την Ολλανδία ανέφερε τα εξής:
«Το πρώτο μου επεισόδιο ΚΜ το έπαθα όταν ήμουν περίπου 68 ετών. Σχηματίστηκε ένας θρόμβος που μεταφέρθηκε στον εγκέφαλο και μου προκάλεσε εγκεφαλικό επεισόδιο. Τότε δεν γνώριζα ακόμα ότι πάσχω από ΚΜ. Έτσι, είδα αρκετούς ειδικούς που εξέτασαν αρκετά πιθανά αίτια πριν μου τεθεί τελικά η διάγνωση της ΚΜ. Αρχικά, οι γιατροί απέδωσαν το εγκεφαλικό μου στην υψηλή χοληστερόλη. Όμως εγώ είμαι φανατικός δρομέας κι αυτό δεν μου φαινόταν λογικό. Έτσι, αναζήτησα επιπλέον απαντήσεις και τελικά ανακαλύψαμε με τον γενικό γιατρό μου ότι πάσχω από υποκείμενη KM.
Άρχισα να παίρνω αντιπηκτική αγωγή για να αντιμετωπίσω την πάθησή μου και συνέχισα να ενημερώνομαι για τις τελευταίες εξελίξεις στον συγκεκριμένο θεραπευτικό τομέα. Με δική μου πρωτοβουλία ρωτούσα τον γιατρό μου σχετικά με τα διαθέσιμα αντιπηκτικά, όσον αφορά τις αλληλεπιδράσεις και την ευκολία χρήσης τους, και για το πώς αντιμετωπίζονται οξείες καταστάσεις όπως οι χειρουργικές επεμβάσεις και τα ατυχήματα, τότε που είναι αναγκαίο να σταματήσει η αιμορραγία».
Ο ρόλος του ειδικού νοσηλευτή
Στην εκδήλωση μίλησε επίσης η Ineke Baas-Arend, νοσηλεύτρια στο Νοσοκομείο Martini, στο Γκρόνινγκεν της Ολλανδίας, που τόνισε ότι σημαντικό ρόλο μπορούν να διαδραματίσουν όλοι οι εμπλεκόμενοι στο ταξίδι της υγειονομικής περίθαλψης ενός ασθενούς – όχι μόνο ο γιατρός και ο ίδιος ο ασθενής.
«Ως νοσηλεύτρια δεν βλέπω απλά μεγάλο αριθμό ασθενών, αλλά αλληλεπιδρώ και με τον ευρύτερο κύκλο τους – τους φίλους και τους συγγενείς τους. Ο ουσιαστικός διάλογος μεταξύ ασθενών και γιατρών είναι σημαντικός, όμως εξίσου απαραίτητο είναι να υπάρξει συνεργασία από ολόκληρο το δίκτυο υποστήριξης του ασθενούς, που επίσης παίζει σπουδαιότατο ρόλο στο ταξίδι της υγειονομικής περίθαλψης. Πάντοτε ενθαρρύνω τους φίλους και τους συγγενείς να συνοδεύουν τον ασθενή στις ιατρικές επισκέψεις, επειδή έτσι θα δοθεί και σε αυτούς η ευκαιρία να κάνουν ερωτήσεις και να κατανοήσουν καλύτερα την πάθηση και τις θεραπευτικές επιλογές του αγαπημένου τους προσώπου».
Ως αποτέλεσμα των τεχνολογικών και κοινωνικών αλλαγών, η επικοινωνία ασθενούς–γιατρού συχνά υφίσταται διακοπές ή κατακερματισμό. Ωστόσο, είναι σαφές ότι η επικοινωνία αυτή εξακολουθεί να είναι εξαιρετικά σημαντική και ότι διαδραματίζει σπουδαιότατο ρόλο στην επίτευξη της καλύτερης δυνατής έκβασης για τον ασθενή. Οι γιατροί μπορούν επίσης να ωφεληθούν από την πιο ενεργό ανάμειξη των ασθενών στο ταξίδι της υγειονομικής τους περίθαλψης, μια που η μεγαλύτερη συμμετοχή του ασθενούς συνεπάγεται μια πιο συνεργατική και εμπεριστατωμένη συζήτηση, και οι ασθενείς είναι καλύτερα ενημερωμένοι για τις πληροφορίες που θα πρέπει να δώσουν και σχετίζονται με τη διάγνωσή τους.
Οι αποφάσεις
Η από κοινού λήψη αποφάσεων συντελεί σε καλύτερη συμμόρφωση στη θεραπεία και τη φαρμακευτική αγωγή και κατά συνέπεια βελτιώνει τις εκβάσεις των ασθενών. Μάλιστα, έχει αποδειχτεί ότι η καλή επικοινωνία γιατρού–ασθενούς έχει τη δυνατότητα να επιτύχει τα εξής:
-Να διευκολύνει την ευθυγράμμιση των προσδοκιών των ασθενών και την εξισορρόπηση των συναισθημάτων τους.
-Να βοηθήσει ώστε να γίνουν αντιληπτές και κατανοητές οι ιατρικές πληροφορίες.
-Να συμβάλει στην καλύτερη αναγνώριση των αναγκών, των αντιλήψεων και των προσδοκιών των ασθενών.
Οι ασθενείς που αναφέρουν ότι έχουν καλή επικοινωνία με τον γιατρό τους είναι πιο πιθανό:
*Να μείνουν ικανοποιημένοι από την περίθαλψή τους.
*Να δώσουν σχετικές πληροφορίες, που θα συμβάλουν στην ακριβή διάγνωση των προβλημάτων τους.
*Να ακολουθήσουν τις συμβουλές του.
*Να συμμορφωθούν στην αγωγή που έχει συνταγογραφήσει ο γιατρός.
Όταν οι ασθενείς συμφωνούν με τον γιατρό τους όσον αφορά τη φύση της θεραπείας τους και την ανάγκη για παρακολούθηση, η συμφωνία αυτή συσχετίζεται στενά με καλύτερες εκβάσεις. Οι καλές και σαφείς επικοινωνιακές δεξιότητες του γιατρού επιτρέπουν στον ασθενή να αντιληφθεί τον εαυτό του ως βασικό συντελεστή στις συζητήσεις που αναφέρονται στην υγεία του.
Στην πραγματικότητα, η έρευνα έχει δείξει ότι η αποτελεσματική επικοινωνία μεταξύ ασθενούς και γιατρού μπορεί να βελτιώσει την υγεία των ασθενών με εξίσου μετρήσιμο τρόπο όπως και πολλά φάρμακα!