Η οικονομική κρίση πλήττει καρδιά και αγγεία

  • Μαρία Τσιλιμιγκάκη
Οι καρδιολογικές κλινικές του “Ιπποκράτειου” της Αθήνας και του “Λαϊκού νοσοκομείου αξιολόγησαν διαχρονικά τα δεδομένα από 3.895 ασθενείς. Από αυτούς, οι 1.228 νοσηλεύτηκαν πριν από την κρίση (2006 – 2007) και οι 2.667 κατά τη διάρκεια της κρίσης (2011 – 2015). Όπως φαίνεται, η οικονομική κρίση αποτελεί καταλυτικό παράγοντα για την υγεία της καρδιάς και των αγγείων και συνδέεται με αυξημένη νοσηρότητα και θνησιμότητα από καρδιαγγειακά νοσήματα.

Συγκρίνοντας τα στοιχεία προ και μετά κρίσης, οι γιατροί κατέληξαν στο συμπεράσματα ότι υπάρχει αύξηση των ασθενών με στεφανιαία νόσο, παρότι τα οξέα περιστατικά σημείωσαν σχετική μείωση….

Συγκεκριμένα:

Υποβλήθηκαν σε αγγειοπλαστική εξαιτίας κάποιου επεισοδίου περισσότερες γυναίκες ασθενείς χωρίς ή με ήπια αγγειακή νόσο.

Δεν φάνηκε να υπάρχει αύξηση της επίπτωσης των παραγόντων κινδύνου στην πρόκληση καρδιαγγειακού επεισοδίου, πλην όμως της παχυσαρκίας. Σύμφωνα με τους καρδιολόγους, η επίπτωση των παραγόντων κινδύνου δεν είναι άμεση, αλλά σχετίζεται με τον τρόπο ζωής και άλλους παράγοντες.

Κατά τη διάρκεια της κρίσης, καταγράφηκαν μεν περισσότερα καρδιαγγειακά επεισόδια, αλλά λιγότερα οξέα επεισόδια (39,9% έναντι 45,5% ).

Και στις δύο περιόδους, υπήρξε «πρωτοκαθεδρία» των ανδρών, οι οποίοι αποτελούσαν το 76,4% και 73,3% των περιστατικών. Υπήρξε, όμως, αύξηση στο ποσοστό των γυναικών από 23,6% προ κρίσης σε 26,7% κατά την κρίση.

Παράγοντες κινδύνου, όπως είναι η κληρονομικότητα, το κάπνισμα, η υπέρταση και η δυσλιπιδαιμία εμφάνισαν αισθητή μείωση, ενώ τα περιστατικά μεταξύ διαβητικών παρέμειναν σταθερά. Αλλά η επίπτωση της παχυσαρκίας εμφανίστηκε αυξημένη κατά τη διάρκεια της κρίσης.

Αξιολογώντας τα ευρήματά τους, οι επιστήμονες σημειώνουν ότι  τα καρδιαγγειακά κατά τη διάρκεια της κρίσης έχουν μερικώς επηρεαστεί στην Ελλάδα.

Αν και σημειώθηκε μείωση των οξέων συμβαμάτων, βρέθηκαν αυξημένα τα επεισόδια μεταξύ των γυναικών και των ατόμων χωρίς σοβαρή αγγειακή νόσο.

Το χαμηλό κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο φαίνεται ότι οδηγεί σε υψηλότερη νοσηρότητα και θνησιμότητα. Το συγκεκριμένο εύρημα αποτυπώθηκε άλλωστε και στην έρευνα PURE, η οποία διενεργήθηκε σε 17 χώρες.