Ο κ. Παπαδημητρίου εξέφρασε την πεποίθηση ότι η Πολιτεία θα πρέπει να βλέπει την Υγεία όχι ως κόστος, αλλά ως επένδυση, καθώς η επένδυση στο φάρμακο εξοικονομεί πόρους στο Σύστημα Υγείας.
Στην τοποθέτησή του σημείωσε:
«Διαχρονικά εφαρμόζονται οριζόντια φοροεισπρακτικά μέτρα που απειλούν ευθέως τη βιωσιμότητα των φαρμακευτικών επιχειρήσεων. Η βιωσιμότητα των εταιριών, όμως, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την εξασφαλισμένη πρόσβαση των ασθενών στο φάρμακο που χρειάζονται.
Ο κλειστός δημόσιος φαρμακευτικός προϋπολογισμός δεν επαρκεί, γιατί δεν έχει υπολογιστεί με μια τεκμηριωμένη μεθοδολογία, ενώ ταυτόχρονα έχουν προστεθεί νέες –ευάλωτες- ομάδες πληθυσμού, που δικαίως καλύπτονται, χωρίς, όμως, κάποια ανάλογη αναπροσαρμογή της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης. Συνέπεια των παραπάνω είναι μια συνεχώς αυξανόμενη υπερβάλλουσα δαπάνη, η οποία καλύπτεται αποκλειστικά από τη φαρμακοβιομηχανία. Χωρίς όριο και προβλεψιμότητα! Παρά τις καλές προθέσεις, η Πολιτεία εστιάζει περισσότερο στην ανακατανομή της υπερβάλλουσας δαπάνης και όχι στη μείωση της.
Οι μέχρι τώρα πολιτικές των οριζοντίων μέτρων και το ασταθές κλίμα ψαλιδίζουν τις σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης που έχει ο κλάδος μας είτε στον τομέα της παραγωγής που στηρίζεται κυρίως από τις Ελληνικές εταιρίες είτε στον τομέα της κλινικής έρευνας που στηρίζεται κυρίως από τις Διεθνείς εταιρίες. Για να μπορέσουμε να αναπτυχθούμε περαιτέρω και να αυξήσουμε τις θέσεις εργασίας είναι προϋπόθεση ένα περιβάλλον φαρμακευτικής πολιτικής με σταθερότητα, προβλεψιμότητα και παροχή κινήτρων και όχι μόνο μέτρα φοροεισπρακτικά που πλήττουν τη βιωσιμότητα και αποτρέπουν τις επενδύσεις. Η έξοδος της χώρας από τη μνημονιακή εποχή είναι η κατάλληλη συγκυρία για τον επαναπροσδιορισμό της φαρμακευτικής πολιτικής. Είναι πλέον προφανές ότι δεν υπάρχει άλλος χρόνος για χάσιμο».