Ομιλία του κ. J. Sage στο 5ο Clinical Research Conference- Γιατί δεν προχωράμε;
Επιπλέον ο κλάδος του φαρμάκου συμβάλει καθοριστικά στην οικονομία και απασχόληση της χώρας καθώς συνεισφέρει 87,400 θέσεις εργασίας και 6.2 δις ευρώ ή περίπου το 3.5% του εθνικού ΑΕΠ.
Στη συνέχεια έδειξε στοιχεία τόσο από τον ΟΟΣΑ όσο και από την Τράπεζα της Ελλάδος που αναδεικνύουν την αναγκαιότητα αύξησης των ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι η χώρα υπολείπεται κατά περίπου 5δις ευρώ σε ξένες επενδύσεις και άρα ένα σχέδιο για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων θα έπρεπε να αποτελεί βασική προτεραιότητα για τη χώρα.
Πιο συγκεκριμένα, ο κ. Sage ανέφερε:
«Στο χώρο του φαρμάκου υπάρχει μια σημαντική ευκαιρία για αύξηση των ξένων επενδύσεων στο χώρο των κλινικών μελετών. Το ποσό που σε ετήσια βάση επενδύεται για έρευνα στην Ευρώπη είναι 31δις ευρώ και από αυτό το ποσό η χώρα μας προσελκύει μόλις 80 εκατ. ευρώ, ενώ βάσει του μεγέθους της θα έπρεπε να προσελκύει περίπου 400 εκατ. ευρώ. Είναι χαρακτηριστικό ότι είμαστε κάτω και από πολύ μικρότερες χώρες όπως η Κύπρος. Η αξία των κλινικών μελετών είναι μεγάλη τόσο για την πολιτεία, όσο και για την ερευνητική κοινότητα και τους ασθενείς. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΙΟΒΕ, μια αύξηση 100 εκατ. ευρώ σε κλινικές μελέτες σημαίνει 220 εκατ. ευρώ για την ελληνική οικονομία και 4,300 θέσεις εργασίας ελλήνων επιστημόνων. Για τους έλληνες ερευνητές οι κλινικές μελέτες σημαίνουν πόρους για ερευνητικό έργο, εξειδίκευση, γνώση και διεθνές κύρος, ενώ για τους ασθενείς σημαίνουν γρήγορη πρόσβαση σε νέες θεραπείες.
H Ελλάδα δεν μειονεκτεί σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρώπης στο ανθρώπινο δυναμικό καθώς διαθέτουμε επιστήμονες υψηλού κύρους με διεθνείς διακρίσεις, ούτε στην ποιότητα των κλινικών μελετών. Οι αδυναμίες μας εντοπίζονται σε διαδικασίες, όπως ο χρόνος εγκρίσεων, σε έλλειψη κινήτρων, στη χαμηλή θέση της καινοτομίας καθώς επίσης στην παντελή έλλειψη συνεργασίας μεταξύ της πολιτείας και του ιδιωτικού τομέα.
Η θέση της καινοτομίας στη χώρα μας φαίνεται και από τις τιμές των φαρμάκων όπου έχουμε από τις χαμηλότερες τιμές στα πρωτότυπα φάρμακα (53% κάτω από τον Ευρωπαϊκό ΜΟ) και τις ακριβότερες τιμές για τα γενόσημα (σχεδόν 54% πάνω από τον Ευρωπαϊκό ΜΟ). Την ίδια στιγμή τα τελευταία χρόνια όχι μόνο δεν δίνονται κίνητρα, αλλά έχει επιβληθεί στον κλάδο ένας ιδιότυπος φόρος διαρκώς αυξανόμενος, τα rebates και clawback που για την φετινή χρονιά φτάνουν περίπου το 1δις ευρώ!
Μάλιστα η πολιτεία ετοιμάζει πρόσθετα μέτρα που πλήττουν καίρια την καινοτομία ζητώντας μια δυσβάσταχτη υποχρεωτική έκπτωση για την κυκλοφορία νέων φαρμάκων στην Ελλάδα (συνολικά για τα νέα φάρμακα ζητείται μείωση κατά 50-60%). Επίσης για να είναι ένα νέο φάρμακο διαθέσιμο στον Έλληνα ασθενή πρέπει πρώτα να έχει κυκλοφορήσει και να αποζημιώνεται σε 14 άλλες ευρωπαϊκές χώρες, κάτι που σημαίνει καθυστέρηση κατά 2-3 χρόνια στην πρόσβαση των Ελλήνων ασθενών σε νέα φάρμακα. Αν σκεφτούμε ότι οι κλινικές μελέτες σχετίζονται με τα νέα φάρμακα εύλογα αναρωτιέται κάποιος , πώς είναι δυνατόν να μιλάμε για αύξηση της επενδύσεων για κλινικές μελέτες σε μια χώρα που τιμωρεί την καινοτομία και δεν θα έχει νέα φάρμακα.
Σε πρόσφατη αξιολόγηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής φάνηκε ξεκάθαρα ότι ήδη η Ελλάδα καταλαμβάνει μια από τις τελευταίες θέσεις ως προς τη θέση της καινοτομίας περνώντας μόνο κάποιες Ανατολικές χώρες της Ευρώπης, όπως τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία και πολύ μακριά από χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Πρέπει λοιπόν να αποφασίσουμε ποιο είναι το όραμα, ο στόχος και η κατεύθυνση για την Ελλάδα. Αν αντιλαμβανόμαστε ότι η καινοτομία αποτελεί μονόδρομο για την ανάπτυξη της χώρας πρέπει να αποσυρθούν άμεσα τα νέα μέτρα, να φτιάξουμε ένα σύστημα τιμολόγησης και αποζημίωσης που να επιβραβεύει την καινοτομία, να θέσουμε ένα προϋπολογισμό για τα φάρμακα με βάση τις πραγματικές ανάγκες των ασθενών, να δοθούν κίνητρα για την προσέλκυση επενδύσεων και κυρίως όλοι μαζί να συνεργαστούμε και να φτιάξουμε ένα εθνικό πλάνο για τις κλινικές μελέτες και τις επενδύσεις στο χώρο του φαρμάκου.»