της Μαρίας Τσιλιμιγκάκη
Η χώρα εξακολουθεί να δαπανά τα περισσότερα χρήματα στη νοσοκομειακή φροντίδα, αφήνοντας στο περιθώριο την πρόληψη. Η οικονομική κρίση ενίσχυσε αυτή τη στρεβλή και μη αποδοτική λογική, καθιστώντας κενό γράμμα την ιπποκρατική ρήση “το προλαμβάνειν καλύτερο του θεραπεύειν”.
Επίσης, η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση στις επενδύσεις στην πρόληψη, για την οποία διαθέτει το 3% των συνολικών πόρων, όταν ο μέσος ευρωπαϊκός όρος είναι 6%.
Ενώ υστέρηση καταγράφεται και στις εξωνοσοκομειακές δαπάνες (22% στην Ελλάδα – 31% στην Ευρωπαϊκή Ένωση), στις οποίες η χώρα μας κατέχει την προτελευταία θέση, μετά από τη Ρουμανία (14%).
Παρόμοια επίδοση έχουμε ως χώρα και στη μακροχρόνια φροντίδα Υγείας, για την οποία διαθέτουμε μόλις το 1% των πόρων, όταν ο μέσος ευρωπαϊκός όρος είναι 10%.
Η Ελλάδα διατηρεί, ωστόσο, μία αρκετά υψηλή θέση στον τομέα του ιατρικού υλικού (κυρίως φάρμακα), διοχετεύοντας εκεί το 27% του προϋπολογισμού για την Υγεία.
Στον αντίποδα, χαμηλή φαρμακευτική δαπάνη (ως ποσοστό των συνολικών δαπανών) έχουν χώρες, όπως η Δανία (10%), το Λουξεμβούργο (12%), η Σουηδία (15%), η Αυστρία (16%) και η Γερμανία (19%). Χαμηλότερη φαρμακευτική δαπάνη από την Ελλάδα έχουν η Ισπανία (20%) και η Πορτογαλία (23%).
Η παρατήρηση των ειδικών του ΟΟΣΑ είναι ότι από το 2008 έως το 2012 υπήρξε πολύ μικρότερη αύξηση έως μείωση στις δαπάνες πρόληψης, σε αντίθεση με τις νοσοκομειακές δαπάνες.