Το θέμα απασχόλησε ομάδα επιστημόνων του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), σε μελέτη τους με τίτλο «Τα οικονομικά της ασφάλειας των ασθενών». Σύμφωνα με αυτήν:
-Στην πρωτοβάθμια φροντίδα, εκδηλώνονται ανεπιθύμητες ενέργειες φαρμάκων, ιατρικά και διαγνωστικά σφάλματα.
-Στους χρόνια πάσχοντες είναι συχνές οι ανεπιθύμητες ενέργειες φαρμάκων, οι τραυματισμοί και οι πτώσεις.
-Στη δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια περίθαλψη, τα προβλήματα είναι οι ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις, οι εμβολές, οι ανεπιθύμητες ενέργειες φαρμάκων, τα τραύματα και οι επεμβάσεις σε λάθος …μέρος του σώματος.
Όλα τα παραπάνω προκαλούν όπως είναι φυσικό και οικονομικό κόστος που ξεπερνά το 1 τρις ευρώ ετησίως είτε από των αδυναμία εργασίας είτε και από το υψηλό κόστος αποκατάστασης του παθόντα. Η ίδια μελέτη άλλωστε έδειξε ότι η βλάβη του ασθενούς κατά την ιατροφαρμακευτική φροντίδα, αποτελεί παγκοσμίως την 14η αιτία επιβάρυνσης από ασθένειες, όπως η φυματίωση και η ελονοσία. Και όχι μόνον αυτό, αλλά σε ορισμένες χώρες, η επίπτωση της βλάβης του ασθενούς είναι παρόμοια με εκείνη των χρονίων παθήσεων!
Τι γίνεται στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα, οι δαπάνες νοσοκομείων και πρωτοβάθμιας φροντίδας αγγίζουν κάθε χρόνο τα 4,5 δισ. ευρώ και οι βλάβες στους ασθενείς εκτιμάται ότι κοστίζουν περί 675 εκατ. ευρώ.
Αλλά η χώρα μας έχει ένα παραπάνω ενδιαφέρον για τη εν λόγω μελέτη και επειδή βρίσκεται επί σειρά ετών σε βαθιά οικονομική κρίση: Όπως έδειξαν τα στοιχεία, η σχέση εισοδημάτων με τη συχνότητα εμφάνισης ανεπιθύμητων ενεργειών κατά την παροχή ιατρικής φροντίδας είναι πολύ στενή. Συνέκριναν μάλιστα μία σειρά ευρημάτων από μελέτες που έχουν γίνει σε διάφορες χώρες του κόσμου και όλες καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η σοβαρότητα της επίπτωσης και όχι η συχνότητα των ανεπιθύμητων ενεργειών διαφέρουν μεταξύ αναπτυσσόμενων και ανεπτυγμένων χωρών.
Και όπως όλα δείχνουν, ο θάνατος ως αποτέλεσμα ενός ανεπιθύμητου ιατρικού συμβάντος είναι πιθανότερος στις αναπτυσσόμενες χώρες. Σε αυτές, 1 στα 3 ανεπιθύμητα συμβάντα οδηγούν στον θάνατο των ασθενών, όταν μελέτες στην Αυστραλία, τον Καναδά, τις ΗΠΑ και την Ευρώπη δείχνουν ότι το ποσοστό αυτό είναι μεταξύ 2% και 16%.