Όραμα Ελπίδας: Μεγάλη ήταν η ανταπόκριση του κόσμου στη ΔΕΘ
Όπως ανέφερε μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο επιστημονικά υπεύθυνος του Συλλόγου, Στέλιος Γραφάκος, η ανταπόκριση του κοινού στην 82η ΔΕΘ ήταν συγκινητική και κάθε μέρα περίπου 120 άτομα συμπλήρωναν αιτήσεις και έδιναν στοματικό επίχρισμα.
«Θέλουμε στη Θεσσαλονίκη να γίνει ένα μεγάλο κέντρο ώστε να προωθηθεί η δωρεά μυελού των οστών» είπε ο κ. Γραφάκος τονίζοντας ότι έχουν γίνει τα πρώτα βήματα και μέρα με τη μέρα αυξάνει ο αριθμός των εθελοντών δοτών. Προσέθεσε ότι προγραμματίζεται να γίνουν πολλαπλές ενημερωτικές εκδηλώσεις στη Θεσσαλονίκη μέσω ενός συντονιστικού οργάνου σε συνεργασία με το γραφείο του ΕΟΜ και τις αιματολογικές κλινικές των νοσοκομείων ΑΧΕΠΑ, Παπανικολάου και 424.
Ο Σύλλογος «Όραμα Ελπίδας» ιδρύθηκε το 2012 με πρωταρχικό στόχο τη λειτουργία Τράπεζας Εθελοντών Δοτών Μυελού των Οστών για να καλύψει τις ανάγκες ασθενών, παιδιών και ενηλίκων, που χρειάζονται μεταμόσχευση αιμοποιητικών κυττάρων, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς.
Οι στόχοι της Τράπεζας είναι:
-Η ενημέρωση των πολιτών για τη σημασία της προσφοράς μυελού των οστών/αιμοποιητικών κυττάρων και η εγγραφή τους ως εθελοντών δοτών.
-Η αναζήτηση δοτών και η συλλογή μοσχευμάτων για πραγματοποίηση μεταμοσχεύσεων στη χώρα μας αλλά και διεθνώς.
-Η οργάνωση και εφαρμογή δικτύου συνεργασίας μεταξύ ελληνικών και διεθνών Αρχείων Εθελοντών Δοτών.
-Η ανάπτυξη δραστηριοτήτων για την ανεύρεση πόρων που θα υποστηρίζουν τη βέλτιστη λειτουργία του κέντρου, ώστε να δημιουργηθεί να μια μεγάλη δεξαμενή εθελοντών δοτών. Μια δεξαμενή που θα καλύπτει τις ανάγκες των Ελλήνων ασθενών που χρειάζονται μεταμόσχευση και επίσης θα είναι σε θέση να προσφέρει μοσχεύματα σε ασθενείς σε οποιαδήποτε χώρα του κόσμου.
Η σημασία της μεταμόσχευση αιμοποιητικών κυττάρων/μυελού των οστών
Η αλλογενής μεταμόσχευση αιμοποιητικών κυττάρων ή μυελού των οστών αποτελεί καθιερωμένη θεραπεία για την αντιμετώπιση αρκετών σοβαρών αιματολογικών, νεοπλασματικών και γενετικών νοσημάτων. Στόχος της είναι η αντικατάσταση του παθολογικού μυελού των οστών με υγιή κύτταρα, τα οποία λαμβάνονται από ένα συγγενή ή μη συγγενή εθελοντή δότη και δημιουργούν στον λήπτη ένα νέο, υγιές αιμοποιητικό σύστημα. Τα μοσχεύματα που χρησιμοποιούνται προέρχονται από το μυελό των οστών, το περιφερικό αίμα ή το αίμα του ομφαλίου λώρου. Ο μυελός των οστών είναι ο ρευστός ιστός που βρίσκεται μέσα στα οστά του σώματος. Στο μυελό των οστών αλλά και στις άλλες μορφές μοσχευμάτων υπάρχουν μητρικά κύτταρα που ονομάζονται αρχέγονα αιμοποιητικά κύτταρα και δίνουν γένεση σε όλα τα κύτταρα του αίματος (ερυθρά, λευκά αιμοσφαίρια και αιμοπετάλια).Ο μυελός των οστών δεν έχει σχέση με το νωτιαίο μυελό. Ο νωτιαίος μυελός βρίσκεται μέσα στην σπονδυλική στήλη και αποτελεί μέρος του κεντρικού νευρικού συστήματος που συσχετίζεται με νευρικές λειτουργίες και όχι με αιμοποίηση.
Η μεταμόσχευση αιμοποιητικών κυττάρων αποτελεί κυριολεκτικά «θεραπεία σωτηρίας» για ασθένειες οι οποίες δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με άλλο τρόπο. Τέτοιες είναι διάφοροι τύποι λευχαιμιών, μυελοδυσπλαστικών συνδρόμων, λεμφωμάτων, η απλαστική αναιμία, κληρονομικές ανοσοανεπάρκειες, μεταβολικά νοσήματα, μεσογειακή αναιμία, δρεπανοκυτταρική αναιμία κ.ά.
Ένα ποσοστό 20% των ασθενών δεν βρίσκει συμβατό δότη, το δε 70% των ασθενών δεν βρίσκουν συμβατό δότη μέσα στην οικογένειά τους και θα πρέπει να αναζητηθεί μη συγγενής εθελοντής δότης από το Παγκόσμιο Αρχείο Εθελοντών Δοτών Μυελού των Οστών.
Προϋπόθεση για να πραγματοποιηθεί η μεταμόσχευση είναι η ύπαρξη κατάλληλου συμβατού δότη, δηλαδή ενός ατόμου με ομοιότητα ως προς τα αντιγόνα ιστοσυμβατότητας (HLA). Τα αντιγόνα αυτά είναι μόρια που εκφράζονται πάνω στα κύτταρα, είναι κληρονομικά και αποτελούν την ιστική ταυτότητα του κάθε ατόμου. Επειδή τα HLA αντιγόνα έχουν μεγάλη ποικιλομορφία, η ανεύρεση δύο ατόμων με απόλυτη συμβατότητα είναι δύσκολη. Για το λόγο αυτό απαιτείται η ύπαρξη μεγάλου αριθμού εθελοντών δοτών.
Για την εγγραφή του εθελοντή δότη απαιτείται η εργαστηριακή ανάλυση του δείγματος αίματος ή στοματικού επιχρίσματος ώστε να βρεθεί ο ιστικός του τύπος (HLA), ο οποίος είναι απαραίτητος για να διαπιστωθεί ο βαθμός συμβατότητας μεταξύ δότη και ασθενούς.