Διαβάστε παρακάτω τι λέει ο πρόεδρος του ΣΦΕΕ, Πασχάλης Αποστολίδης:
Γιατί όσο κι αν οι ασθένειες της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας είναι χρόνιες, δεν είναι ανίατες. Κρίσιμος σύμμαχος σε αυτήν την «αγωγή» είναι ο κλάδος του φαρμάκου, που αποτελεί μέρος της λύσης και όχι του προβλήματος.
Όλοι γνωρίζουμε ότι το Εθνικό Σύστημα Υγείας βρίσκεται σε οριακό σημείο διακυβεύοντας, αν δεν γίνουν άμεσες διορθωτικές κινήσεις, ακόμα και τη βιωσιμότητα του καθώς και το δικαίωμα των Ελλήνων ασθενών στην απρόσκοπτη και χωρίς εκπτώσεις πρόσβαση τους στις απαιτούμενες θεραπείες. Δικαίωμα που ο φαρμακευτικός κλάδος υπερασπίστηκε όλα τα χρόνια της κρίσης με θυσίες και κόστος, καλύπτοντας την υπέρογκη υπέρβαση της εξωνοσοκομειακής και νοσοκομειακής δαπάνης. Μόνο για το 2016 οι υποχρεωτικές επιστροφές και εκπτώσεις (clawback & rebates) ανέρχονται στο € 1δις (54,3% αύξηση από το 2015), οι εταιρίες μέλη του ΣfΕΕ δηλαδή παρέχουν δωρεάν 1 στα 4 φάρμακα στην κοινότητα και αντίστοιχα 1 στα 3 φάρμακα στα νοσοκομεία. Ενώ και οι προοπτικές και για το 2017 δεν είναι καθόλου ευοίωνες, αφού η πολιτική υγείας συνεχίζει να εστιάζει στη μείωση της φαρμακευτικής δαπάνης – παρά το γεγονός ότι από το 2009 αυτή έχει μειωθεί περισσότερο από 60% φτάνοντας στο 50% του Ευρωπαϊκού μέσου όρου, με βάση τα στοιχεία του ΟΟΣΑ –, χωρίς να ακουμπάει το υπόλοιπο 85% των δαπανών στον τομέα της Υγείας.
Ταυτόχρονα δεν λαμβάνονται καθόλου υπόψη οι συνεχώς αυξανόμενες ανάγκες, τη στιγμή που – σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΟΠΥΥ – η φαρμακευτική κάλυψη των ανασφάλιστων για τον Οκτώβριο του 2016 έφτασε στα € 7.472.293,84 το μήνα, όταν έξι μήνες πριν τον Απρίλιο ήταν στα € 2.010.037,00 ενώ για το 2017 υπολογίζονται σε πάνω από € 10.000.000 το μήνα. Εν ολίγοις, προστίθενται ανασφάλιστοι στην περίθαλψη χωρίς να υπάρχει ανάλογη αύξηση της «δαπάνης», δεν υπολογίζεται κονδύλι για την κάλυψη των ανασφάλιστων αλλά αντιθέτως η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη μειώθηκε κατά € 55 εκατομμύρια από το 2015, με αποτέλεσμα επί της ουσίας ο φαρμακευτικός κλάδος να πληρώνει και να υλοποιεί την κοινωνική πολιτική της Κυβέρνησης. Επιπλέον στα νοσοκομεία όπου και εκεί μειώθηκε ο προϋπολογισμός για το φάρμακο υπάρχει δραματική αύξηση κατά € 200 εκατ. σε μια καθορισμένη δαπάνη των € 590 εκατ. Είναι σαφές λοιπόν ότι το κονδύλι για τα φάρμακα δεν επαρκεί.
Από την άλλη πλευρά, με τα νέα οριζόντια και φοροεισπρακτικά μέτρα που προκρίνονται για άμεση εφαρμογή αποφεύγεται η υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες θα εξοικονομούσαν σημαντικούς πόρους για το Εθνικό Σύστημα Υγείας. Για να είμαι πιο σαφής τα συγκεκριμένα μέτρα:
· προβλέπουν ένα επιπλέον 25% κόστος εισόδου στα καινοτόμα φάρμακα (οπότε η συνολική επιβάρυνση θα είναι έως και 60% κάτω από τις τρεις χαμηλότερες τιμές της Ευρώπης), καθιστώντας οικονομικά ασύμφορη την εισαγωγή τους στη χώρα μας,
· προωθούν ένα ενοποιημένο rebate (υποχρεωτική έκπτωση) μέχρι 30% που θα επιφέρει σημαντική αύξηση των ήδη υπαρχουσών εκπτώσεων (rebate) σε ποσοστό άνω του 50% από τις 3 χαμηλότερες στην ΕΕ,
· θεσμοθετούν κλειστούς προϋπολογισμούς σε συγκεκριμένες θεραπευτικές κατηγορίες χωρίς να υπάρχουν οι απαραίτητες υποδομές,
· δεν θεσμοθετούν τη μείωση του clawback κατά 30% για το 2017, κάτι που αποτελεί και μνημονιακή δέσμευση.
Επομένως, σαν να μην έφθαναν όλα τα άλλα βρισκόμαστε μπροστά στη χειρότερη συνέπεια όλων, που είναι το γεγονός ότι τα νέα καινοτόμα φάρμακα για σοβαρές, σπάνιες και χρόνιες ασθένειες θα καθυστερούν πλέον να εισέλθουν στη χώρα μας από 2 έως 4 χρόνια επιπλέον ή και δεν θα έρχονται καθόλου, γεγονός που θα έχει άμεσες και δυσμενέστατες επιπτώσεις στους Έλληνες ασθενείς. Ιδιαίτερα, σε αδύναμους συμπολίτες μας που δεν έχουν την πολυτέλεια του χρόνου στις περισσότερες των περιπτώσεων. Χαρακτηριστικά αξίζει να αναφέρουμε πως στην περίπτωση της τριετίας 2014-2016, όπου στην Ελλάδα κυκλοφόρησαν 43 νέα φάρμακα για τον καρκίνο και για σπάνιες παθήσεις, εάν ίσχυαν τα προτεινόμενα μέτρα κανένα από τα συγκεκριμένα φάρμακα δεν θα ήταν σήμερα διαθέσιμο στους Έλληνες ασθενείς.
Η σημερινή κατάσταση πλήττει την υγιή επιχειρηματικότητα, χωρίς όμως να εξασφαλίζει ούτε στέρεα δημοσιονομικά οφέλη και το κυριότερο, ούτε καλύτερες υπηρεσίες υγείας στους ασθενείς. Εξαντλεί τη βιωσιμότητα των φαρμακευτικών εταιριών, απειλώντας τις 86.000 θέσεις εργασίας που στηρίζει άμεσα και έμμεσα ο κλάδος και δημιουργεί συνθήκες αποεπένδυσης και μείωσης των κλινικών ερευνών που ήδη διεξάγονται στη χώρα μας. Είναι έντονη και επιτακτική πλέον η ανάγκη για τη δημιουργία ενός προβλέψιμου και σταθερού περιβάλλοντος με τη λήψη και εφαρμογή δομικών μεταρρυθμίσεων – όπως: σύσταση Οργανισμού Αξιολόγησης Τεχνολογιών Υγείας (HTA), θεραπευτικά πρωτόκολλα, μητρώα ασθενών, αξιολόγηση καινοτομίας, συμφωνίες όγκου τιμής κοκ. – καθώς και η ανάγκη επαναπροσδιορισμού της φαρμακευτικής δαπάνης, όπως προείπαμε.
Ο φαρμακευτικός κλάδος αποτελεί στέρεο πυλώνα στο νέο παραγωγικό μοντέλο καινοτομίας και εξωστρέφειας που χρειάζεται η χώρα μας, πρόκληση στην οποία μπορεί να ανταποκριθεί με όχημα το υψηλού επιπέδου επιστημονικό προσωπικό, τη δυναμικότητα και τη διεθνή αναγνώριση της ποιότητας των παραγόμενων προϊόντων και υπηρεσιών που παρέχει σε συνθήκες υψηλού ανταγωνισμού. Δεν είναι τυχαίο που ακόμα και σήμερα αποτελεί τη δεύτερη εξαγωγική δύναμη της χώρας μας. Σήμερα στην Ελλάδα λειτουργούν πάνω από 150 φαρμακευτικές εταιρίες με 27 εργοστάσια και έντονη συνεργασία μεταξύ Ελληνικών και διεθνών εταιριών. Οι δυνατότητες ανάπτυξης είναι τεράστιες τόσο για την παραγωγή εθνικού πλούτου όσο και για την αξιοποίηση των νέων επιστημόνων που σήμερα αναγκάζονται να φεύγουν στο εξωτερικό.
Ο κλάδος στέκεται αρωγός στο πλευρό της Πολιτείας, ώστε να υλοποιηθούν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και να αξιοποιηθούν οι αναπτυξιακές δυνατότητες. Αρκεί να προχωρήσει έμπρακτα και με την αίσθηση του εθνικά επείγοντος στην υλοποίησή τους. Το έχουμε ξαναπεί θεραπεία υπάρχει. Χρόνος δεν υπάρχει.