Η επιστολή αναφέρει αναλυτικά τα εξής:
«Όταν διασαλευθεί η υγεία του ανθρώπου, η πρωταρχικής σημασίας ιατρική πράξη είναι η διάγνωση της αιτίας που προκάλεσε το πρόβλημα υγείας του. Κατά συνέπεια, όταν δεν μπορούν να λειτουργήσουν οι μονάδες διαγνωστικής ιατρικής, ο κίνδυνος για την επιβίωση του κοινωνικού συνόλου είναι πολύ μεγάλος και αυτό είναι μια πραγματικότητα.
Η άλλη πραγματικότητα σήμερα που μιλάμε, είναι ότι οι δημόσιες δομές εργαστηριακής ιατρικής έχουν σχεδόν καταρρεύσει, διότι στα μεν ιατρεία του Π.Ε.Δ.Υ. (πρώην ιατρεία Ι.Κ.Α.) τα εργαστηριακά τμήματα δεν λειτουργούν λόγω έλλειψης εργαστηριακών ιατρών και σε όσα υπάρχει το ανθρώπινο δυναμικό υπολειτουργούν λόγω έλλειψης αναλώσιμων υλικών, στα δε εξωτερικά ιατρεία των Νοσοκομείων ο χρόνος αναμονής για τη διενέργεια διαγνωστικών εξετάσεων ξεπερνά τους δύο με τρεις μήνες.
Ως εκ τούτου, οι δομές που συνεχίζουν ακόμη να παρέχουν υπηρεσίες εργαστηριακής ιατρικής και μάλιστα άμεσα, με αξιοπρέπεια, με ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών και με αξιοπιστία των αποδιδόμενων αποτελεσμάτων, είναι τα ιδιωτικά Διαγνωστικά Κέντρα και Εργαστήρια, τα οποία σήμερα εξυπηρετούν πάνω από το 95% των ασφαλισμένων του Ε.Ο.Π.Υ.Υ., αλλά και του υπόλοιπου κοινωνικού συνόλου.
Η κατάρρευση λοιπόν των ιδιωτικών αυτών μονάδων εργαστηριακής ιατρικής, θα οδηγήσει σε τραγωδία την κοινωνία ολόκληρη, αφού θα είναι δύσκολο να αποκατασταθεί το πολυτιμότερο αγαθό του ανθρώπου που είναι η υγεία του και γι’ αυτό το λόγο το χαρακτηρίζουμε έγκλημα και μάλιστα ειδεχθές.
Το έγκλημα που συντελείται εις βάρος των Διαγνωστικών Κέντρων και Εργαστηρίων και το οποίο με μαθηματική ακρίβεια οδηγεί στην κατάρρευση αυτών των ιδιωτικών μονάδων, είναι το γεγονός ότι ενώ οι διαγνωστικές αυτές μονάδες δεν προσδιορίζουν ούτε το είδος των διαγνωστικών εξετάσεων, αλλά ούτε και τον αριθμό των εξετάσεων που απαιτούνται να διενεργηθούν σε κάθε πολίτη που επισκέπτεται τον κλινικό ιατρό, απεναντίας είναι υποχρεωμένες να εκτελέσουν όλες τις εργαστηριακές διαγνωστικές εξετάσεις που είναι καταχωρημένες στο παραπεμπτικό των ασφαλισμένων που εκδίδει ο παραπέμπων ιατρός του, ο Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και κατ’ επέκταση το Υπουργείο Υγείας τους περικόπτουν πάνω από το 50% της αξίας των διενεργούμενων εξετάσεων, με το ανήθικο και ληστρικό μέτρο της αυτόματης επιστροφής υπέρβασης δαπανών (clawback) το οποίο μετατρέπει τους παρόχους σε σύγχρονους σκλάβους και με το άδικο και αυταρχικό μέτρο της αναγκαστικής έκπτωσης (rebate) το οποίο πλήττει βάναυσα τον υγιή ανταγωνισμό, όταν μάλιστα τα Διαγνωστικά Κέντρα και Εργαστήρια, για να επιτελέσουν το ιατρικό τους έργο, έχουν ανάγκη τη χρήση αντιδραστηρίων και άλλων αναλώσιμων υλικών τα οποία πρέπει να αγοράσουν, τα περισσότερα εξ αυτών από το εξωτερικό, ώστε να έχουν τη δυνατότητα να εκτελέσουν τις διαγνωστικές εξετάσεις που τους ζητούνται.
Το ιατρικό δίδυμο της ηγεσίας του Υπουργείου Υγείας, μετά τις παραπάνω αδιαμφισβήτητες αλήθειες τις οποίες γνωρίζει, καταδικάζει σε αφανισμό με τα μέτρα που εφαρμόζει, έναν ολόκληρο κλάδο πρωταρχικής σημασίας για την υγείας των ανθρώπων, ενώ και οι δύο αδιαφορούν για τις τραγικές συνέπειες αυτής της εξέλιξης, παραμένοντας άβουλοι και ακίνητοι είτε από ανικανότητα είτε από ιδεοληψία και παρατηρώντας την νομοτελειακή εξέλιξη των πραγμάτων προς την οικονομική καταστροφή και το κλείσιμο αυτών των ιατρικών μονάδων, μολονότι τους έχουμε ζητήσει επανειλημμένα συνάντηση για να τους δώσουμε προτάσεις και λύσεις οι οποίες αποτρέπουν αυτή την τραγική εξέλιξη, συγκρατώντας παράλληλα τον κλειστό προϋπολογισμό του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. εντός των ορίων του (εκπληρώνοντας και τις μνημονιακές υποχρεώσεις που έχουν υπογράψει), προτάσεις και λύσεις οι οποίες βασίζονται στη λογική, στην ηθική και τη δικαιοσύνη.
Ο χρόνος έχει ήδη τελειώσει και οι ευθύνες από εδώ και πέρα θα έχουν ονοματεπώνυμο».