Πριν από μερικές μέρες, η Μαίρη Χρονοπούλου είχε πέσει μέσα στο σπίτι της, στην Παιανία και είχε χτυπήσει σοβαρά στο κεφάλι. Τις τελευταίες μέρες, η μεγάλη ηθοποιός νοσηλευόταν στον «Ευαγγελισμό» βαριά τραυματισμένη, σε κωματώδη κατάσταση.
Δυστυχώς, δεν τα κατάφερε και το μεσημέρι της Παρασκευής (06.10.2023) άφησε την τελευταία της πνοή.
Η σπουδαία ηθοποιός είχε αγαπηθεί από το κοινό μέσα από εμβληματικούς ρόλους της. Το ερμηνευτικό της ταλέντο κινήθηκε σε μια μεγάλη γκάμα από την κωμωδία, το μιούζικαλ, το δράμα στον παλιό και τον νεότερο κινηματογράφο ενώ συνεργάστηκε με τα μεγαλύτερα ονόματα παραγωγών, σκηνοθετών και ηθοποιών.
Τις δεκαετίες του 1960 και 1970 ξεχώρισε ως μία από τις πιο δημοφιλείς και σημαντικές Ελληνίδες ηθοποιούς, συνέχισε όμως την καριέρα της και αργότερα, με πιο σημαντικούς σταθμούς τη συμμετοχή της σε ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου και του Κώστα Βρεττάκου.
Η Μαίρη Χρονοπούλου γεννήθηκε το 1933 και μεγάλωσε στην Αθήνα. Αποφοίτησε από τη σχολή του Εθνικού Θεάτρου, στο οποίο εμφανίστηκε στις ομάδες του χορού, σε αρχαία δράματα. Το 1957 άρχισε να συνεργάζεται με το ελεύθερο θέατρο, κάνοντας εμφανίσεις στο Ακροπόλ στα έργα των Σακελλάριου-Γιανακόπουλου «Η Κυρία» και «Ρομάντζο μιας Καμαριέρας».
Στον κινηματογράφο πρωτοεμφανίστηκε ως κομπάρσος στο «Χαρούμενο Ξεκίνημα» του Ντίνου Δημόπουλου, παραγωγής Φίνος Φιλμ το 1954, όταν ήταν ακόμη φοιτήτρια. Το 1958 πήρε ένα μικρό ρόλο στο «Τελευταίο ψέμα» του Μιχάλη Κακογιάννη, πάλι στη Φίνος Φιλμ. Από το 1963 και μετά πρωταγωνίστησε σε πλειάδα δραματικών ταινιών της Φίνος Φιλμ, και όχι μόνο, σε ρόλους ντάμας και μοιραίας γυναίκας, δίπλα σε όλους τους άντρες πρωταγωνιστές της εποχής, όπως οι Νίκος Κούρκουλος, Φαίδων Γεωργίτσης, Δημήτρης Παπαμιχαήλ, Γιώργος Φούντας και Αλέκος Αλεξανδράκης.
Η ψιλόλιγνη αριστοκρατική της φιγούρα δεν περνούσε απαρατήρητη, ενώ οι ρόλοι που υποδύθηκε τόσο σε μιούζικαλ όσο και σε κοινωνικές ταινίες είχαν μεγάλη απήχηση. Ξεχωρίζουν οι ερμηνείες της στις ταινίες «Τα κόκκινα φανάρια» (1963) του Β. Γεωργιάδη (υποψήφια για το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας στην 36η απονομή των βραβείων το 1964 σε παραγωγή Δαμασκηνού-Μιχαηλίδη), «Χωρίς ταυτότητα», (1963, Φίνος Φιλμ), «Το χώμα βάφτηκε κόκκινο» σε σκηνοθεσία του Βασίλη Γεωργιάδη και σενάριο Νίκου Φώσκολου, (υποψήφια για το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας στην 38η απονομή των βραβείων το 1966), «Πολύ αργά για δάκρυα» του Γιάννη Δαλιανίδη (1968, Φίνος Φιλμ), «Όταν η πόλις πεθαίνει» σε σενάριο Νίκου Φώσκολου και σκηνοθεσία Γιάννη Δαλιανίδη (1969, Φίνος Φιλμ), «Οι αδίστακτοι» του Ντίνου Κατσουρίδη (1965, Σάβας Φιλμ), «Κοινωνία ώρα μηδέν» του Ντίνου Δημόπουλου (1966, Φίνος Φιλμ), «Η λεωφόρος του μίσους» (1968, Φίνος Φιλμ) και «Ορατότης μηδέν» του Νίκου Φώσκολου (1970, Φίνος Φιλμ).
Ανάμεσα σε αυτές τις κοινωνικές και δραματικές ταινίες εμφανίστηκε σε τρία μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη, παραγωγής Φίνος Φιλμ: «Οι θαλασσιές οι χάντρες», «Μια κυρία στα μπουζούκια» και «Γοργόνες και μάγκες».
Ιδιαίτερα στο «Μια κυρία στα μπουζούκια» σαγήνευσε το κοινό με το ακαταμάχητο στυλ και ταμπεραμέντο της τόσο υποκριτικά όσο και ερμηνεύοντας δύο από τις μεγάλες επιτυχίες των τραγουδιών του ελληνικού κινηματογράφου, το «Είμαι γυναίκα του γλεντιού» και το «Του αγοριού απέναντι».
Στη θεατρική της καριέρα, συνεργάστηκε με όλους τους μεγάλους θιάσους της Αθήνας και έπαιξε με την ίδια ερμηνευτική ικανότητα σε όλα τα είδη θεάτρου. Το 1972 συγκρότησε το δικό της θίασο με τον οποίο ανέβασε τα έργα: «Τι ώρα θα γυρίσεις, Πηνελόπη» του Σόμερσετ Μομ και «Ένα καυτό κορίτσι» του Ιάκωβου Καμπανέλη.
Είχε στο ενεργητικό της σημαντικές ερμηνείες και στο νέο ελληνικό κινηματογράφο, όπως στις ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Οι κυνηγοί» και «Ταξίδι στα Κύθηρα», ενώ κέρδισε το βραβείο Α’ γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με την ταινία «Τα παιδιά της χελιδόνας» του Κώστα Βρεττάκου, το 1987.